1. Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη ἐγράφη πρωτοτύπως στην Ἑβραϊκή γλώσσα. Καί αὐτός πού τήν ἑρμηνεύει πρέπει νά ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν του καί τά δυό κείμενα, καί τό Ἑβραϊκό καί τήν Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα, πού χρησιμοποιοῦμε στήν θεία λατρεία μας. Αὐτό θά κάνουμε και ἐμεῖς ἐδῶ, γιά νά καταλάβουμε τό νόημα τοῦ ψαλμοῦ μας.
2. Στόν 7ο ψαλμό ἔχουμε ἕνα πιστό ἄνθρωπο, πού καταδιώκεται ἀπό κάποιους (ἤ ἀπό κάποιον) καί καταφεύγει στόν Θεό ζητῶντας τήν βοήθειά Του. Στόν Θεό λέει «σῶσόν με», «ρῦσαί με» (στίχ. 2). Καί τά δύο αὐτά ρήματα εἶναι δυνατά καί ἐκφράζουν τήν μεγάλη ἀνάγκη στήν ὁποία βρίσκεται ὁ διωκόμενος ἄνθρωπος. Τήν δυσκολία αὐτή τήν ἐκφράζει ὁ ψαλμωδός
καί μέ τό ὅτι παριστάνει μέ λιοντάρι τόν ἐχθρό πού τόν καταδιώκει· «μη ποτε ἁρπάσῃ ὡς λέων τήν ψυχήν μου», λέγει (στίχ. 3).Τί συμβαίνει λοιπόν; Γιατί καταδιώκεται ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ; Τον ψαλμωδό μας τόν συκοφάντησαν κάποιοι – ἤ κάποιος – ὅτι ἔχει «ἀδικία στά χέρια του», δηλαδή, ὅτι ἔκλεψε, ὅπως μᾶς τό λέγει καθαρά τό Ἑβραϊκό κείμενο (στίχ. 4). Ἡ συκοφαντία αὐτή φαίνεται ὅτι ἔλαβε μεγάλη ἔκταση, γι᾽ αὐτό καί ὁ συκοφαντηθείς ποιητής μας κατέφυγε στόν Ναό. Ἐκεῖ ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου ἤθελε νά βεβαιώσει τήν ἀθωότητά του και νά ἐξακριβωθεῖ ἡ ἀθωότητά του αὐτή ἀπό τόν ἱερέα μέ εἰδική τελετή, ὅπως ἐξακριβωνόταν καί ἡ περίπτωση μοιχείας (βλ. Ἀριθμ. 5,11 ἑξ.). Μάλιστα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ συκοφαντία γιά τόν ποιητή μας ὅτι «ἔκλεψε» μπορεῖ μεταφορικά νά σημαίνει καί τήν μοιχεία, ὅτι ἔκλεψε, δηλαδή, τήν γυναίκα τοῦ ἄλλου· γι᾽ αὐτό καί ἡ τόση ταραχή τοῦ ποιητοῦ μας γιά μια τέτοια συκοφαντία.
3. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας εὑρισκόμενος στόν Ναό ἐνώπιον τοῦ θυσιαστηρίου ὁμολογεῖ στόν ἱερέα τήν ἀθωότητά του καί λέγει: «Κύριε ὁΘεός μου, εἰ ἐποίησα τοῦτο, εἰ ἔστιν ἀδικία ἐν χερσί μου», δηλαδή· «ΘεέΜμου, ἄν ἔπραξα αὐτό γιά τό ὁποῖο μέ κατηγοροῦν καί ἔχω στά χέρια μου ξένο πράγμα», τότε, «ἀποπέσοιμι ἄρα ἀπό τῶν ἐχθρῶν μου κενός» (στίχ. 5). Τότε «Θεέ μου, σύντριψέ με μπροστά στούς ἐχθρούς μου». Τότε, ἄν ἔπραξα αὐτό πού μέ συκοφαντεῖ ὁ ἐχθρός μου, «καταδιώξαι ἄρα ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου καί καταλάβοι καί καταπατήσει εἰς γῆν τήν ζωήν μου καί την δόξαν μου εἰς χοῦν κατασκηνώσει» (στίχ. 6). Σάν νά θέλει νά πεῖ, ἄς μέ διαπομπεύσει ὁ ἐχθρός μου καί ἄς μέ ποδοπατήσει, ἄν ἀποδειχθεῖ ὅτι ἐγώ ἔχω κάνει αὐτό γιά τό ὁποῖο μέ κατηγορεῖ. Ὁ ποιητής, δηλαδή, καταρᾶται τον ἑαυτό του σέ περίπτωση πού διέπραξε κλοπή ἤ μοιχεία, ἄν ἀφορᾶ τήν μοιχεία ἡ κατηγορία.
4. Ὁ ποιητής ὅμως εἶναι πεπεισμένος γιά τήν ἀθωότητά του ἤ φαίνεται ὅτι βεβαιώθηκε ἡ ἀθωότητά του ἀπό τόν ἱερέα, κατά τήν τελετή, γι᾽ αὐτό καί ζητάει τώρα στήν συνέχεια τήν κρίση ἀπό τόν Θεό κατά τῶν ἐχθρῶν του. «Ἀνάστηθι, Κύριε ἐν τῇ ὀργῇ σου – τοῦ λέγει–, ὑψώθητι ἐν τοῖς πέρασι τῶν ἐχθρῶν μου» (στίχ. 7). Μέχρι τώρα, κατά παραχώρηση Θεοῦ, οἱ ἐχθροί δροῦσαν ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ μας καί ὁ Θεός φαινόταν ὅτι ἀδρανοῦσε. Τώρα ὅμως μέ τήν βεβαίωση τῆς ἀθωότητάς του ὁ ποιητής καλεῖ τόν Θεό νά ἀναστεῖ μέ ὀργή καί νά κινηθεῖ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του. Ὁ Θεός παριστάνεται ὅτι ἐκδικάζει ἀπό ψηλά, ἀπό τούς οὐρανούς. Γι᾽ αὐτό λοιπόν καί ὁ ποιητής μας λέγει στόν Θεό ὅτι «ὑπέρ ταύτης», γιά την δίκη, δηλαδή, πού ζήτησε νά κάνει κατά τῶν ἐχθρῶν του, «εἰς ὕψος ἐπίστρεψον» (στίχ. 8). Ἡ δίκη αὐτή, πού θά κάνει ὁ Θεός ὑπέρ τοῦ ποιητοῦ μας, θά εἶναι ἐπίσημη. Γιατί δέν θά εἶναι μόνος Του ὁ Θεός, ἀλλά θά Τον κυκλώνουν καί οἱ ἄγγελοι, πού θά ἀκροῶνται καί αὐτοί καί θά βεβαιώνουν καί αὐτοί γιά τήν ἀθωότητα τοῦ ψαλμωδοῦ μας. Αὐτό θέλει νά πεῖ αὐτό πού λέγει παρακάτω ὁ ψαλμός μας «καί εἰς συναγωγήν ἀγγέλων κυκλώσει σε» (στίχ. 8· ἀντί «λαῶν» ἄς διαβάσουμε «ἀγγέλων», βλ. Ψαλμ. 81,1. 46,9.Δαν. 7,11). Ὁ ψαλμωδός εὔχεται ὅτι σ᾽ αὐτήν τήν δίκη, πού θά κάνει ὁ Θεός ἐκεῖ στά ὕψη ὑπέρ αὐτοῦ, νά λάβει τέλος ἡ ἐναντίον του πονηρία καί κακία τῶν ἁμαρτωλῶν ἐχθρῶν του. «Συντελεσθήτω δή – λέγει – ἡ πονηρία ἁμαρτωλῶν» (στίχ. 10).
5. Τέλος ὁ ποιητής μας στρέφεται πρός αὐτούς τούς ἐχθρούς του, πού τόσο τον κατασυκοφάντησαν καί τόν κατηγόρησαν, καί τούς προτρέπει να μετανοήσουν. «Ἐπιστραφεῖτε», τούς λέγει (στίχ. 13). Ἄν ὅμως αὐτοί δέν με- τανοήσουν γιά τήν πράξη τους, τότε θά ἀντιμετωπίσουν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. Καί τόν Θεό του ὁ ποιητής μας τόν παριστάνει ἐδῶ μέ ἰσχυρό πολεμιστή ἔχοντα ρομφαία, τόξο καί θανατηφόρα βέλη. «Ἐάν μή ἐπιστραφεῖτε – λέγει στούς ἐχθρούς του – τήν ρομφαίαν αὐτοῦ στιλβώσει, τό τόξον αὐτοῦ ἐνέτεινε καί ἡτοίμασεν αὐτό καί ἐν αὐτῷ ἡτοίμασε σκεύη θανάτου» (στίχ. 13)!
6. Στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ του βρισκόμενος ὁ ποιητής δίνει μία ὡραία παραστατική εἰκόνα τοῦ κυρίως ἐχθροῦ του, ὁ ὁποῖος παρακίνησε και ἄλλους σέ ἐχθρότητα ἐναντίον του. Κατά τήν εἰκόνα αὐτή ὁ ἐχθρός τοῦ ποιητοῦ εἶχε μία αἰσχρή γέννα: Κοιλοπόνησε ἀδικία, συνέλαβε πόνο και γέννησε ἁμαρτία: «Ἰδού ὠδίνησεν ἀδικίαν, συνέλαβε πόνον καί ἔτεκεν ἀνομίαν» (στίχ. 15)! Καί ἀκόμη ὁ ἐχθρός του μέ τίς συκοφαντίες του ἄνοιξε ἕνα λάκκο, στόν ὁποῖο ἔπεσε ὁ ἴδιος μέσα: «Λάκκον ὤρυξε καί ἀνέσκαψεν αὐτόν καί ἐμπεσεῖται εἰς βόθρον, ὅν εἰργάσατο» (στίχ. 16). – Τέλος ὁ ποιητής μας ὡς ἄνθρωπος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού δέν εἶχε ἀκούσει τόν λόγο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νά συγχωροῦμε καί τούς ἐχθρούς μας, εὔχεται τό κακό πού τοῦ ἔκανε ὁ ἐχθρός του νά πέσει στό κεφάλι του. Λέγει ἐπί λέξει: «Ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλήν αὐτοῦ καί ἐπί τήν κορυφήν αὐτοῦ ἡ ἀδικία αὐτοῦ καταβήσεται» (στίχ. 17). Ἐπειδή ὅμως ὁ ψαλμός εἰπώθηκε στόν Ναό, ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου καί παρουσίᾳ ἱερέως, γι᾽ αὐτό καί τελειώνει μέ λειτουργικό και λατρευτικό στίχο: «Ἐξομολογήσομαι τῷ Κυρίῳ κατά τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ψαλῷ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου» (στίχ. 18).__
Από το βιβλίο “Η Παλαιά Διαθήκη”- Κείμενον - Σύντομος ερμηνεία -Εκτενείς σχολιασμοί-Πατερικαί γνώμαι - Πρακτικά διδάγματα.
Τόμος Ι’- Ψαλμοί
υπό Π.Ν.Τρεμπέλα
Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, ὃν ἦσε τῷ Κυρίῳ ὑπὲρ τῶν λόγων Χουσὶ υἱοῦ Ἰεμενεί.
Καἱ ὁ ψαλμὸς οὗτος ὑπὸ τῆς ἐπιγραφῆς αὐτοῦ ἀποδίδεται εἰς τὸν Δαβίδ. Καὶ παρὰ μὲν τοῖς Ο΄ τιτλοφορεῖται ὡς ψαλμός, ἐν τῷ ἑβραϊκῷ ὅμως κειμένω χαρακτηρίζεται ὡς σχιγκεγιόν. Ὃ ὅρος οὗτος ἀπαντῶν ἅπαξ ἔτι ἐν τῷ προφήτῃ Αββακούμ (γ΄ 1) εἶναι πολὺ ἀσαφὴς καὶ σκοτεινός, διότι σημαίνει μὲν ὡρισμένον εἶδος ἄσματος,ἄγνωστον ὅμως ὁποίου εἴδους ἀκριβῶς. Ὑπό τινων ἐθεωρήθη σημαίνων ὅ,τι καὶ τὸ «cantio erratica», ἤτοι εἶδος τι διθυράμβου, ἐν τῶ ὁποίῳ ὁ ποιητὴς ὑπὸ τὸ κράτος ζωηρᾶς συγκινήσεως διατελῶν δὲν τηρεῖ οὔτε αὐστηρὰν συνοχὴν εἰς τὰς ἰδέας αὐτοῦ, οὔτε πολλὴν ὁμοιομορφίαν εἰς τὸν ρυθμὸν αὐτοῦ. Καὶ παρουσιάζει μὲν καὶ ὁ 7ος ψαλμὸς ἐνιαχοῦ τὸ διθυραμβικόν δὲν δυνάμεθα ὅμως νὰ εἴμεθα βέβαιοι περὶ τοῦ ἂν πράγματι ἡ ἔννοια τοῦ ὅρου εἶναι αὕτη. Βεβαιοτέρα φαίνεται ἡ κατ’ ἀντιφωνίαν ἐκτέλεσις τοῦ ψαλμοῦ.
Δυσχέρειαν παρέσχεν εἰς τοὺς ἑρμηνευτὰς τῆς ἐπιγραφῆς καὶ τὸ ἐν αὐτῇ ὄνομα «Χουσεὶ υἱοῦ Ἰεμενεί». Ἔν Β΄ Βασιλειῶν κεφ. ιζ΄ ἀπαντῶμεν τὸ ὄνομα Χουσὶ υἱὸς ᾿Αραχί, ὅστις ἦτο ἀρχιεταῖρος τοῦ Δαβίδ, ὑποκριθεὶς φιλίαν εἰς τὸν Αβεσσαλὼμ καὶ ματαιώσας τὰ σχέδια τοῦ ᾿Αχιτόφελ, ἅτινα ἐκτελούμενα θὰ ἐπέφερον τὴν καταστροφὴν τοῦ Δαβίδ. Οἱ λόγοι λοιπὸν τοῦ Χουσὶ ἦσαν εὐμενεῖς καὶ σωτήριοι ὑπὲρ τοῦ Δαβίδ, διὸ καὶ τὸ περιεχόμενον τοῦ ψαλμοῦ ἔδει νὰ εἶναι μᾶλλον εὐχαριστία. Ἐκ τῆς ἀσυμφωνίας ταύτης καὶ ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ ἐνταῦθα Χουσεὶ ἦτο υἱὸς τοῦ Ἰεμενεὶ ἢ Βενιαμίτης ὡρμήθησαν ἄλλοι μὲν ἐκ τῶν νεωτέρων ἑρμηνευτῶν νὰ ἐκλάβωσι τοῦτον ὡς αὐλικὸν τοῦ Σαοὺλ συμμεριζόμενον τὰς κατὰ τοῦ Δαβὶδ ἐχθρικὰς διαθέσεις τοῦ βασιλέως τούτου, ἄλλοι δὲ ἑρμηνεύσαντες τὴν λέξιν Χουσὶ ὡς σημαίνουσαν τὸν Αἰθίοπα ὑπενόησαν ὑπὸ τὸν Aἰθίοπα ἢ μαῦρον (τὴν ψυχήν) Βενιαμίτην αὐτὸν τὸν Σαούλ.
Ὃ ψαλμὸς διαιρεῖται εἰς πέντε στροφάς. ᾿Εν τῇ πρώτῃ (στίχ. 2-3) ὁ ψαλμῳδὸς καταδιωκόμενος ὑπὸ ἐχθρῶν πολλῶν, λυσσωδῶς διωκόντων αὐτόν, παρακαλεῖ τὸν Θεόν, εἰς τὸν ὁποῖον ἔχει ἐστηριγμένην τὴν ἐλπίδα του, νὰ ἔλθῃ εἰς βοήθειάν του. Ἔν τῇ δευτέρᾳ (στίχ. 4-6) προβάλλει τὴν ἀθῳότητα αὐτοῦ καὶ ἀναδέχεται νὰ ὑποστῇ ἐξευτελιστικώτατον θάνατον, ἐὰν εἶναι ἔνοχος τῆς ἀποδιδομένης εἰς αὐτὸν ἀδικίας. ᾿Εν τῇ τρίτῃ (στίχ. 7-10) ἐπικαλεῖται τὴν ἐπέμβασιν τοῦ Θεοῦ πρὸς τιμωρίαν τῶν ἀσεβῶν καὶ ἀδίκων προβλέπων συγχρόνως, ὅτι παμπληθὴς συναγωγὴ λαοῦ θὰ ἀνυμνήσῃ τὸν ἐπὶ τοῦ δικαστικοῦ θρόνου του καθήμενον Κύριον καὶ προστατεύοντα πάντα ἀθῷον καὶ ἄκακον ἔναντι τῶν ἐπιβούλων αὐτοῦ. Ἔν τῇ τετάρτῃ (στίχ. 11-14) ἐξαίρων τὴν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ, προειδοποιεῖ τοὺς καταφρονοῦντας τὴν μακροθυμίαν αὐτοῦ, ἵνα μετανοήσουν καὶ ἐπιστραφοῦν, διότι ἄλλως τὰ φλογερὰ βέλη τῆς θείας ὀργῆς Θὰ ἐξακοντισθοῦν κατ’ αὐτῶν συντελοῦντα τὸν ὄλεθρόν των. Καὶ ἐν τῇ πέμπτῃ (στίχ. 15-18) διαδηλοῦται ἡ πεποίθησις, ὅτι ὁ ἀδίκως καταδιώκων αὐτὸν θὰ συλληφθῇ εἰς τὴν ἰδίαν παγίδα καὶ ἐπιβουλὴν ἐμπίπτων εἰς τὸν λάκκον, τὸν ὁποῖον πρὸς καταστροφὴν τοῦ ψαλμῳδοῦ διήνοιξε, τοῦτο δὲ κινεῖ τὸν ποιητὴν εἰς ὕμνον εὐγνώμονα πρὸς τὸν λυτρωτὴν Κύριον.
᾿Ἢθικὴ ἐφαρμογή. ᾿Αναγινώσκοντες ἐν τῇ προσευχῇ ἡμῶν τὸν ψαλμὸν τοῦτον ἂς ἐνθυμούμεθα, ὅτι ἐχθρός, πολὺ ἰσχυρότερος ἡμῶν, ὡς λέων ὠρυόμενοςζητῶν νὰ κατασπαράξῃ καὶ ἐξοντώσῃ ἡμᾶς εἶναι ὁ διάβολος. Οὐδεὶς ἄλλος εἶναι δυνατός, ὅπως προστατεύσῃ ἡμᾶς ἀπὸ τὰς λυσσώδεις του ἐπιθέσεις καὶ ἐπιβουλάς, παρὰ μόνος ὁ Κύριος. Προστρέχοντες μετ΄ ἀκλονήτου ἐλπίδος πρὸς αὐτόν,ἂς ἐπαναλαμβάνωμεν μετὰ τοῦ Δαβίδ: «Σῶσόν με, Κύριε, καὶ ρῦσαί με». Μὴ λησμονῶμεν ἀκόμη, ὅτι ὁσηδήποτε καὶ ἂν εἶναι ἡ καθ΄ ἡμῶν λύσσα τοῦ ἀσπόνδου τούτου ἐχθροῦ καὶ ὅσον πολυπληθὴς καὶ ἰσχυρὰ καὶ ἂν εἶναι ἡ παράταξις τῶνὀργάνων του, τὴν ὁποίαν κινητοποιεῖ καθ΄ ἡμῶν, δὲν εἶναι ἐπιτετραμμένον νὰ πτοούμεθα ἢ νὰ δειλιῶμεν ἢ ὁπωσδήποτε νὰ ἀποθαρρυνώμεθα. Δι’ ἕν μόνον πρέπει νὰ φροντίζωμεν καὶ νὰ καταβάλλωμεν πᾶσαν προσπάθειαν: νὰ μὴ ἀδικῶμεν, ἀλλὰ νὰ προσπαθῶμεν πάντοτε ἡ συνείδησις ἡμῶν νὰ εἶναι ἀκατάγνωστος. Ἂς μᾶς ἀδικοῦν τότε οἱ ἄλλοι. Μὲ τὴν καρδίαν ἀνεξίκακον καὶ πλήρη παρρησίας θὰ δυνάμεθα καὶ ἡμεῖς μετὰ τοῦ Δαβὶδ νὰ ᾿ λέγωμεν πρὸς τὸν Κύριον: « ᾿Εξεγέρθητι, Κύριε ὁ Θεός μου, ἐν προστάγματι, ᾧ ἐνετείλω». ᾿Ασφαλῶς δὲ ἐκεῖνος θὰ ἀναλαμβάνῃ διὰ τῆς ἀμάχου του δεξιᾶς τὴν προστασίαν τοῦ δικαίου μας. Κρατεῖ εἰς αὐτὴν βέλη φλογερὰ καὶ ἐξοντωτικά. Ἂς εὐχώμεθα νὰ διευθύνῃ πάντοτε ταῦτα πρὸς ἐξαφανισμὸν τοῦ κακοῦ, ἀλλ΄ ὄχι καὶ πρὸς ἐξόντωσιν τῶν ἀδικούντων ἡμᾶς, ὑπὲρ τῶν ὁποίων πρέπει νὰ παρακαλῶμεν τὸν Θεόν, ἵνα τοὺς φωτίσῃ. Συγχρόνως ὅμως ἂς δεώμεθα καὶ ὑπὲρ ἑαυτῶν, ἵνα μήποτε καταληφθῶμεν ὑπὸ τοῦ ὕπνου τῆς ἁμαρτίας καὶ γίνωμεν στόχος τῶν τρομερῶν τούτων βελῶν τῆς θείας ὀργῆς. Πρὸ παντὸς ἂς φροντίζωμεν νὰ εἴμεθα εὐθεῖς καὶ εἰλικρινεῖς. Πᾶς ἐπίβουλος καὶ δόλιος «ἐμπεσεῖται εἰς τὸν βόθρον, τὸν ὁποῖον εἰργάσατο» καὶ θὰ εὕρῃ τὴν τρομερὰν ἀνταπόδοσιν καὶ τιμωρίαν τῆς ἀδικίας αὐτοῦ ἐμπλεκόμενος εἰς τὴν αὐτὴν ἐκείνην παγίδα, τὴν ὁποίαν διὰ τῶν ἰδίων του χειρῶν ἡτοίμασε πρὸς ἐξόντωσιν τῶν ἄλλων. Ὥ! πόσον δίκαιος εἶναι ὁ Θεός. Ἂς τὸν ὑμνῶμεν διὰ τὴν δικαιοσύνην του καὶ ἂς τὸν εὐχαριστῶμεν μετ΄ εὐγνωμοσύνης θερμῆς διὰ τὴν προστασίαν του πρὸς τοὺς ἀδικουμένους.
https://perivleptosfl.blogspot.com/2020/07/7.html
https://perivleptosfl.blogspot.com/2020/07/7.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.