Ετικέτες

28.10.20

Συναξάρι Αγίου Ανδρέα του δια Χριστόν σαλού + ασματική ακολουθία (Μιχαήλ του Κρητός)

 Αποτέλεσμα εικόνας για Όσιος Ανδρέας δια Χριστόν σαλός


 μετά τν γίων ερισκόμενος πατέρας μας ν­δρέ­ας ­ζη­σε στή Βα­σι­λεύ­ου­σα κα­τά τά χρό­νια τς βα­σι­λεί­ας το φι­λο­χρι­στο α­το­κρά­το­ρα Λέ­ον­τα. ­ταν Σκύ­θης τήν κα­τα­γω­γή καί ­πη­ρε­το­σε ς δο­λος ­ναν ε­σε­β καί ­νά­ρε­το πρω­το­σπα­θά­ριο, πού ­νο­μα­ζό­ταν Θε­ό­γνω­στος.  κύ­ριος του, βλέ­πον­τας τήν ­ξυ­πνά­δα καί τίς ­κα­νό­τη­τές του, τόν ­κτι­μο­σε ­δι­αί­τε­ρα καί φρόν­τι­σε νά τόν μορ­φώ­σει, στέλ­νον­τας τόν σέ δι­δα­σκα­λε­ο, ­που καί σπού­δα­σε τά ­ε­ρά γράμ­μα­τα.  νε­α­ρός ν­δρέ­ας ­γα­πο­σε νά με­λε­τ τίς Γρα­φές, τά μαρ­τύ­ρια τν ­γί­ων, λ­λά καί τό βί­ο τν ­σί­ων πα­τέ­ρων. 



Μί­α νύ­κτα ­γρυ­πνο­σε, κα­τά τή συ­νή­θειά του, στό σπί­τι το κυ­ρί­ου του.  πο­λυ­μή­χα­νος, ­μως, δι­ά­βο­λος, πού δέν ν­τε­χε νά βλέ­πει τήν ­ρε­τή καί τόν ν­θε­ο ζ­λο του, ρ­χι­σε νά κτυ­π μέ δύ­να­μη τίς πόρ­τες το σπι­τιο ­σιος ν­δρέ­ας ­τρε­ξε τρο­μαγ­μέ­νος στό κρε­βά­τι του. ­στε­ρα ­πό α­τό, ­πε­σε σέ βα­θύ ­πνο καί ε­δε στό ­νει­ρό του, πώς βρέ­θη­κε σέ ­να θέ­α­τρο. ­κε ε­δε δύ­ο ν­τί­πα­λες πα­ρα­τά­ξεις, πού βρί­σκον­ταν σέ πό­λε­μο. ­πό τή μί­α με­ριά βρι­σκό­ταν πολ­λοί λευ­κον­τυ­μέ­νοι καί σε­βά­σμιοι ν­δρες, ­ν ­πό τήν λ­λη με­ριά βρί­σκον­ταν μα­ροι Α­θί­ο­πες. Τό­τε μ­φα­νί­στη­κε ­νας πα­νέ­μορ­φος Νέ­ος, πού κρα­το­σε στό χέ­ρι το τρί­α πο­λύ­τι­μα στε­φά­νια.  ­σιος πλη­σί­α­σε τόν πα­νέ­μορ­φο α­τό Νέ­ο καί τόν ρώ­τη­σε πώς μπο­ρε κα­νείς νά ­πο­κτή­σει τά πο­λύ­τι­μα α­τά στε­φά­νια.  πα­νέ­μορ­φος, τό­τε, Νέ­ος το ­ξή­γη­σε πώς α­τά τά στε­φά­νια ­νή­κουν σέ α­τούς πού νι­κον τούς μαύ­ρους Α­θί­ο­πες καί τόν προ­έ­τρε­ψε νά πο­λε­μή­σει ­ναν­τί­ον τους, λέ­γον­τας: «…­πό α­τή τή στιγ­μή θά ε­σαι φί­λος καί ­δελ­φός Μου. ­γω­νί­σου γυ­μνός τόν κα­λόν ­γώ­να. Γί­νε γιά χά­ρη Μου σα­λός καί ­γώ θά σού χα­ρί­σω πολ­λά ­γα­θά στή Βα­σι­λεί­α Μου…­».

 ­σιος κα­τά­λα­βε, πώς  ­διος  Θε­ός τό κα­λο­σε νά ­πο­κρι­θε τό σα­λό. ­τσι, τό ­πό­με­νο βρά­δυ π­γε στό πη­γά­δι, πού βρι­σκό­ταν κον­τά στό ­πνο­δω­μά­τιο το κυ­ρί­ου του καί ρ­χι­σε νά φω­νά­ζει καί νά προ­φέ­ρει ­κα­τα­νό­η­τα λό­για, ­ν μέ ­να μα­χαί­ρι ­σκι­ζε τά ρο­χα του. Ο ­πη­ρέ­τες το σπι­τιο, πού ­τρε­ξαν κον­τά του καί τόν βρ­καν σέ α­τή τήν κα­τά­στα­ση, ­νήγ­γει­λαν στόν κύ­ριό του, ­τι  ν­δρέ­ας τρε­λά­θη­κε.  κύ­ριός του λυ­πή­θη­κε γιά τό γε­γο­νός, λ­λά, τε­λι­κά, ­ναγ­κά­στη­κε νά τόν κα­τα­γρά­ψει ς τρε­λό καί νά τόν ­πε­λευ­θε­ρώ­σει ­πό τά δε­σμά τς δου­λεί­ας. Με­τά ­πό α­τό  μα­κά­ριος ν­δρέ­ας ρ­χι­σε νά πε­ρι­φέ­ρε­ται στούς δρό­μους τς Βα­σι­λεύ­ου­σας καί νά ζε σάν σα­λός. ­πο­μέ­νον­τας ­γόγ­γυ­στα τήν πε­ρι­φρό­νη­ση καί τόν κα­τα­τρεγ­μό τν ν­θρώ­πων, πού το φέ­ρον­ταν πο­λύ συ­χνά μέ με­γά­λη σκλη­ρό­τη­τα, καί ζών­τας βί­ο ­σκη­τι­κό μέ­σα στόν κό­σμο ­φτα­σε πο­λύ γρή­γο­ρα σέ βά­θος τα­πει­νώ­σε­ως καί  ­γι­α­σμέ­νη ψυ­χή του στο­λί­στη­κε μέ ­λα τά ­περ­φυ­σι­κά χα­ρί­σμα­τα το ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. ­σο, πά­λι,  ­σιος ­νερ­χό­ταν πρός τό ­κρό­τα­το ­ψος τς ­περ­τέ­λειας τε­λει­ό­τη­τας, τό­σο φρόν­τι­ζε νά κρύ­βει τήν πνευ­μα­τι­κή του πο­λι­τεί­α καί ­γι­ό­τη­τα πί­σω ­πό τά σο­φά τε­χνά­σμα­τα τς σα­λό­τη­τας καί, ταυ­τό­χρο­να, νά κα­τερ­γά­ζε­ται μέ­σα ­πό α­τά τή δι­όρ­θω­ση τν ­μαρ­τω­λν καί μ­πα­θν ν­θρώ­πων.
­πει­δή, ­μως, κα­τά τό λό­γο το Κυ­ρί­ου: «…ο δύ­να­ται πό­λις κρυ­β­ναι ­πά­νω ­ρους κει­μέ­νη, ο­δέ καί­ου­σι λύ­χνον καί τι­θέ­α­σιν α­τόν ­πό τόν μό­διον, λλ΄ ­πί τήν λυ­χνί­αν καί λάμ­πει πά­σι τος ν τ ο­κί­…» (Μτθ. 5, 14-15),  φι­λάν­θρω­πος Θε­ός ο­κο­νό­μη­σε μέ θαυ­μα­στό τρό­πο τή φα­νέ­ρω­ση τς πα­ρά­ξε­νης πο­λι­τεί­ας το δού­λου Του, ­στε νά ­φε­λη­θομε μέ­σα ­πό α­τήν ­λοι ο χρι­στια­νοί, καί ο μέν ­μαρ­τω­λοί νά πα­ρα­κι­νη­θομε σέ με­τά­νοι­α, ο δέ τυ­πο­λά­τρες σέ ­πί­γνω­ση τς ­λη­θι­νς ε­σέ­βειας. ­ν, λοιπόν, πε­ρι­φε­ρό­ταν στή Βα­σι­λεύ­ου­σα  ­σιος συ­νάν­τη­σε τρες ­νά­ρε­τους νέ­ους.  με­γα­λύ­τε­ρος ­πό α­τούς, φω­τι­σμέ­νος ­πό τό Θε­ό, κα­τα­νό­η­σε τό μυ­στή­ριο τς ­γι­ό­τη­τας το ­σί­ου καί τόν πλη­σί­α­σε.  ­σιος, τό­τε, ­πε­κά­λυ­ψε στό νέ­ο τό ­νο­μά του, λέ­γον­τας: «…­σύ ε­σαι  ­πι­φά­νιος. ­πό τώ­ρα καί στό ­ξς θά ε­σαι  φί­λος καί τό πνευ­μα­τι­κό μου παι­δί…­».  ­σιος προ­ε­πε, ­πί­σης, στόν νε­α­ρό ­πι­φά­νιο, πώς μί­α μέ­ρα θά γι­νό­ταν ­πί­σκο­πος στή Βα­σι­λεύ­ου­σα καί πνευ­μα­τι­κός πα­τέ­ρας πολ­λν ν­θρώ­πων. ­πό α­τή τή στιγ­μή καί μέ­χρι τήν κοί­μη­ση το  ­σιος θά ­πο­κα­λύ­πτει, πλέ­ον, μό­νο στόν μ­πι­στο μα­θη­τή το ­πι­φά­νιο τίς ο­ρά­νι­ες ­πο­κα­λύ­ψεις πού το χά­ρι­ζε  Θε­ός καί θά τόν κα­θο­δη­γε ς πνευ­μα­τι­κός πα­τέ­ρας στόν δρό­μο τς ­ρε­τς καί τς ­γι­ό­τη­τας.

­να βρά­δυ στό πα­ρεκ­κλή­σιο τς ­γί­ας Σο­ρο, πού βρι­σκό­ταν στό Να­ό τς Πα­να­γί­ας τν Βλα­χερ­νν, γι­νό­ταν ­γρυ­πνί­α πρός τι­μήν τς Θε­ο­τό­κου. Βρι­σκό­ταν ­κε  μα­κά­ριος ν­δρέ­ας καί  ­πι­φά­νιος. ρ­γά τή νύ­κτα καί ­ν  ­γρυ­πνί­α συ­νε­χι­ζό­ταν  ­σιος καί  ­πι­φά­νιος ε­δαν τή Θε­ο­τό­κο νά ε­σέρ­χε­ται στό Να­ό συ­νο­δευ­ό­με­νη ­πό πλ­θος λευ­κο­φό­ρων ­γί­ων, ­νά­με­σα στούς ­ποί­ους ξε­χώ­ρι­σαν τόν Τί­μιο Πρό­δρο­μο καί τόν ε­αγ­γε­λι­στή ­ω­άν­νη τό θε­ο­λό­γο.  Θε­ο­τό­κος ε­σλ­θε ­πό τίς βα­σι­λι­κές πύ­λες καί προ­χώ­ρη­σε πρός τό θυ­σι­α­στή­ριο. ­κε γο­νά­τι­σε καί ­μει­νε πολ­λή ­ρα προ­σευ­χό­με­νη πρός τόν Υ­ό καί Θε­ό Της γιά τή σω­τη­ρί­α το κό­σμου, ­ν ­φθο­να δά­κρυ­α ­τρε­χαν στό πα­νά­γιο πρό­σω­πό της. Μό­λις τε­λεί­ω­σε τήν προ­σευ­χή της  Θε­ο­τό­κος ­βγα­λε ­πό τό ­χραν­το κε­φά­λι τς τό ­στρα­φτε­ρό της μα­φό­ριο καί τό ­πλω­σε μέ τά πα­νά­για χέ­ρια της σάν Σκέ­πη πά­νω ­πό τό κ­κλη­σί­α­σμα, συμ­βο­λί­ζον­τας μέ τόν τρό­πο α­τό τήν προ­στα­σί­α πού πα­ρε­χε μέ τή με­σι­τεί­α της στήν Βα­σι­λεύ­ου­σα πό­λη καί τούς κα­τοί­κους της. ­κε τό ­βλε­παν  ­σιος ν­δρέ­ας καί  ­πι­φά­νιος νά α­ω­ρε­ται γιά πολ­λή ­ρα καί νά κ­πέμ­πει θε­ϊ­κή δό­ξα. ­ση ­ρα  Θε­ο­τό­κος βρι­σκό­ταν μέ­σα στό Να­ό  ­ε­ρή ­σθή­τα τς ­ξα­κο­λου­θο­σε νά σκορ­πί­ζει τή χά­ρη Της στούς πι­στούς. ­ταν, ­μως,  Θε­ο­τό­κος ρ­χι­σε νά ­νε­βαί­νει στούς Ο­ρα­νούς ρ­χι­σε καί  θεί­α Σκέ­πη της νά συ­στέλ­λε­ται, μέ­χρι πού χά­θη­κε τε­λεί­ως. Τήν ­πτα­σί­α α­τή ­ξι­ώ­θη­κε νά δε  ­πι­φά­νιος μέ τή δύ­να­μη τς με­σι­τεί­ας το ­σί­ου καί σέ ­νά­μνη­ση της κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ρ­γό­τε­ρα  ­ορ­τή τς ­γί­ας Σκέ­πης.
 μα­κά­ριος ν­δρέ­ας, ­φο ­λο­κλή­ρω­σε τό στά­διο τν ­γώ­νων του, προ­γνώ­ρι­σε μέ ­περ­φυ­σι­κό τρό­πο τό χρό­νο τς κοί­μη­σής του καί πλη­ρο­φό­ρη­σε γιά α­τήν τόν ­πι­φά­νιο. ­φο το ­δω­σε τίς τε­λευ­τα­ες του συμ­βου­λές καί το προ­ε­πε τά σχε­τι­κά μέ τήν μελ­λον­τι­κή ­ξέ­λι­ξη το βί­ου του, τόν ε­λό­γη­σε καί τόν ­σπά­σθη­κε γιά τε­λευ­ταί­α. Στή συ­νέ­χεια κα­τευ­θύν­θη­κε στό θέ­α­τρο το π­πο­δρό­μου καί πα­ρα­δό­θη­κε ­λη τή νύ­κτα σέ προ­σευ­χή γιά τούς ν­θρώ­πους πού βρί­σκον­ταν σέ ­νάγ­κη. ­πει­τα ξά­πλω­σε στή γ καί βλέ­πον­τας μέ χα­ρού­με­νο πρό­σω­πο τούς γ­γέ­λους, πού λ­θαν γιά νά πα­ρα­λά­βουν τήν ­γί­α ψυ­χή του, πα­ρέ­δω­σε τό πνε­μα του στά χέ­ρια το Θε­ο. Με­τά τήν κοί­μη­ση το ­σί­ου ­νέκ­φρα­στη ε­ω­δί­α ­πλώ­θη­κε στόν βρώ­μι­κο καί ­κά­θαρ­το ­κε­νο τό­πο, ­ν ­πό τό λεί­ψα­νο το ­γί­ου ­να­δι­δό­ταν ­φθο­νο μύ­ρο. Μί­α φτω­χή γυ­ναί­κα, πού ζο­σε σέ μί­α κα­λύ­βα κον­τά στό ση­με­ο α­τό, α­σθάν­θη­κε τήν ­νέκ­φρα­στη καί με­θυ­στι­κή ­κεί­νη ε­ω­δί­α καί ­φτα­σε πρώ­τη στό μέ­ρος πού βρι­σκό­ταν  ­σιος. Εδε το γιο λείψανό του καί ­τρε­ξε κ­πλη­κτη νά ­ναγ­γεί­λει τό θα­μα. Πολ­λοί ­τρε­ξαν στό μέ­ρος ­κε­νο, λ­λά πρός με­γά­λη τους κ­πλη­ξη δέν βρ­καν ­κε τό γιο λεί­ψα­νο το ­σί­ου, για­τί  Θε­ός τό με­τέ­θε­σε γιά λό­γους πού μό­νον ­κε­νος γνω­ρί­ζει. Ε­δαν, ­μως, ­λοι το ­περ­φυ­σι­κό Φς πού κά­λυ­πτε τό ση­με­ο ­κε­νο καί ­σφράν­θη­καν τήν ρ­ρη­τη ε­ω­δί­α το ο­ρά­νιου ­κε­νου μύ­ρου. Τήν μα­κά­ρια ψυ­χή το ­σί­ου ε­δε τό πρω­ί τς ­πό­με­νης ­μέ­ρας καί  ­ε­ρός ­πι­φά­νιος νά ­νε­βαί­νει ­λό­φω­τη στούς Ο­ρα­νούς μέ τή συ­νο­δεί­α ­γί­ων γ­γέ­λων.
 θε­ος ν­δρέ­ας τε­λει­ώ­θη­κε τήν 28η το μη­νός Μα­ΐ­ου σέ ­λι­κί­α ­ξήν­τα ­ξι ­τν και τώ­ρα πού βρί­σκε­ται μπρο­στά στό θρό­νο τς ­πέρ­θε­ης Τριά­δας πρε­σβεύ­ει ­στα­μά­τη­τα γιά τήν ε­ρή­νη το κό­σμου και για τη σω­τη­ρί­α ­λων τν ε­σε­βών καί ρ­θο­δό­ξων χρι­στια­νν. μήν.

Ακολουθεί η ασματική ακολουθία του Αγίου:


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.