Ετικέτες

10.12.14

«Όποιος όμως εξαιτίας μου χάσει τη ζωή του θα τη βρει»

ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· 
ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν.

Πωλ Ρικαίρ

Μετάφραση: ΝΙΚΟΣ ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ

Στο Κατά Ματθαίον 16, 25 διαβάζουμε «Γιατί οποίος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει, οποίος όμως εξαιτίας μου χάσει τη ζωή του θα τη βρει[1]» . Εάν επιθυμούμε να καταλάβουμε αυτό το εδάφιο, είναι πολύ σημαντικό να σημειώσουμε ότι η περικοπή στην οποία ανήκει είναι τοποθετημένη και στα τρία συνοπτικά Ευαγγέλια ευθύς αμέσως μετά την ομολογία του Πέτρου.

Στην ερώτηση του Ιησού: «Εσείς ποιος λέτε πως είμαι;», ο Σίμωνας Πέτρος απάντησε: «Εσύ είσαι ο Μεσσίας, ο Υιός του αληθινού Θεού». Είναι ο ίδιος Πέτρος ο όποιος αμέσως μετά σκανδαλίστηκε από την αναγγελία του Ιησού για το επικείμενο μαρτύριό του και το πάθος του. «Θεός φυλάξοι, Κύριε!» ανακράζει ο Πέτρος, «Να μη σου συμβεί αυτό», μια απόκριση που έχει σαν αποτέλεσμα την απροσδόκητη, σχεδόν βίαιη απάντηση του Ιησού: «Φύγε από μπροστά μου σατανά! εσύ μού γίνεσαι εμπόδιο, γιατί δεν σκέφτεσαι όπως θέλει ο Θεός, αλλά όπως θέλουν οι άνθρωποι». Το γεγονός ότι αυτές οι δύο περικοπές είναι τοποθετημένες σε συνέχεια η μία της άλλης δεν είναι, τυχαίο αλλά ηθελημένο από τους τρεις συνοπτικούς ευαγγελιστές, διότι αυτή η αλληλουχία υποδηλώνει πως το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για να ακολουθήσουμε τον Ιησού δεν είναι ανεξάρτητο από το ερώτημα περί της ταυτότητάς του. Ο Πέτρος αναζητεί έναν Χριστό ένδοξο και δεν μπορεί να αποδεχθεί το γεγονός ότι ο Χριστός είναι ο Πάσχων Δούλος, ότι οφείλει να είναι ο Πάσχων Δούλος, όπως υμνήθηκε από τον Δευτεροησαΐα.



Ωστόσο, εάν απομονώσουμε το εδάφιό μας από τη χριστολογική του συνάφεια, μπαίνουμε στον πειρασμό να το θεωρήσουμε ένα παράδοξο γνωμικό, από αυτά που ανήκουν στην οικογένεια των τυπικών παραδόξων των λόγων της σοφίας της αρχαίας Μέσης Ανατολής, η ίσως ακόμη ένα γενικής χρήσης γνωμικό από αυτά που οι ευαγγελιστές αναφέρουν ενίοτε ότι χρησιμοποιούσε ο ίδιος ο Ιησούς. Για παράδειγμα όπως το «οι πρώτοι θα γίνουν τελευταίοι» η όπως το «πολλοί οι κλητοί αλλά λίγοι οι εκλεκτοί».

Θα προτιμούσα να προσεγγίσω το κείμενό μας από αυτή τη σκοπιά της σοφίας, έτσι ώστε να φανεί καλύτερα ποιο τύπο ριζικού αναπροσανατολισμού, στο εσωτερικό του ευρύτερου πεδίου του, υπα¬γορεύει αυτό σε μια τέτοια μη χριστολογική ανάγνωση, προσανατολισμένη σε ένα σοφιολογικό (sapientiel) νόημα.

Αυτός ο τρόπος προσέγγισης ενός κειμένου, που ονομάζω «προσανατολισμένος σε ένα σοφιολογικό νόημα», είναι πράγματι διδακτικός, και το υπόλοιπο του αποσπάσματος μας καλεί να αντλήσουμε από αυτό κάποια διδάγματα: «Τι ωφελείται ο άνθρωπος αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο χάσει όμως τη ζωή του; Η τι μπορεί να δώσει ο άνθρωπος αντάλλαγμα για τη ζωή του;» (Μτ 16, 27). Μπορούμε τώρα να αναρωτηθούμε ποιο είναι το διακύβευμα σε αυτό το παιχνίδι, όπου χάνει κανείς αυτό που κερδίζει και κερδίζει αυτό το οποίο χάνει. Η σοφία φαίνεται εδώ, πέρα από τα έθιμα η τις φτωχές αντιλήψεις, περιορισμένες στον τόπο η το χρόνο, να στοχεύει ένα θεμελιώδες σχήμα λανθασμένου υπολογισμού που προσανατολίζει, το σύνολο της ζωής μέχρι του σημείου να συγκροτεί την καθημερινή μας ύπαρξη. Δεν είναι ανάγκη να επεκταθούμε εδώ στις δύο κύριες συνδηλώσεις αυτού του λάθους στον υπολογισμό, οι οποίες είναι οι πιο συχνά αναφερόμενες και οι πιο κοντινές η μία στην άλλη, χωρίς να είναι ωστόσο ουδόλως επιφανειακές. Εννοώ με αυτό ότι «να κερδίσει κανείς τον κόσμο» σημαίνει να έχει υλικά αγαθά και δύναμη. Πράγματι είναι δύσκολο να ταρακουνηθεί κάποιος από τον φαύλο κύκλο που προκαλείται από την ασύστολη εκμετάλλευση της γης και την αχαλίνωτη κατανάλωση των βιομηχανικών χωρών. Εξάλλου το «γίνε ο κύριος και ο κάτοχος της φύσης» είναι το πραγματικό έμβλημα της νεωτερικότητας, όπως αυτή εξαγγέλθηκε από τον Καρτέσιο. Είναι επίσης εξίσου δύσκολο να μην ανησυχούμε από έναν άλλο φαύλο κύκλο, εκείνον των πυρηνικών όπλων. Κερδίζω τον κόσμο μοιάζει να σημαίνει εδώ μια κυριαρχία άνευ ορίων με κίνδυνο τη φυσική καταστροφή του κόσμου. Δεν αρκεί να ικανοποιούμαστε με το να αναθεματίζουμε τις υπερδυνάμεις για αυτή την τάξη πραγμάτων. Οφείλουμε να αποδεχθούμε ότι το δράμα της άσκησης της εξουσίας είναι το μυστικό δράμα του καθενός από εμάς, που απλώς και μόνο από έλλειψη δύναμης δεν πραγματοποιούμε.

Δεν θέλω να καθυστερήσω σε αυτές τις δύο περιπτώσεις της θέλησης για κυριαρχία επί του κόσμου, διότι έχω στο νου μου ένα τρίτο σχήμα της θέλησης για δύναμη, ένα σχήμα που αφορά εκείνους μεταξύ ημών οι όποιοι δεν είναι τόσο παθιασμένοι για κτήσεις ή εξουσία όσο είναι για γνώση. Ως ακαδημαϊκοί, επιστήμονες, ανθρωπιστές και φιλόσοφοι, δεν προσπαθούμε να κάνουμε πράξη αυτό το οποίο βρίσκεται γραμμένο στην είσοδο της υπέροχης βιβλιοθήκης μας: «Εκεί που η γνώση αυξάνει, η ζωή η ίδια πλαταίνει, διαφωτίζεται και βελτιώνεται»[2] ; Με ποιο τρόπο μια ανάγνωση του κειμένου μας προσανατολισμένη σε ένα σοφιολογικό νόημα θέτει υπό διερώτηση αυτό το έμβλημα, το έμβλημά μας; Σίγουρα όχι προς χάριν του σκοταδισμού, της άγνοιας η της αδράνειας. Ο τρόπος με τον όποιο όλη μας η γνώση τίθεται υπό διερώτηση από το παράδοξο αυτού του γνωμικού είναι συγχρόνως πιο κρυμμένος και πιο βαθύς από τον προηγούμενο τρόπο. Η γνώση μας είναι περισσότερο αμφισβητήσιμη όταν εγκαταλείπει την ταπεινότητα προς χάριν της ιδιαίτερής της θέλησης για δύναμη, μιας θέλησης για δύναμη που προκαλείται από την ίδια την ισχύ των ιδεών και της αντικειμενικής γνώσης. Υπάρχει έστω και ένας από εμάς που να είναι αμέτοχος του ονείρου για κυριαρχία επί του κόσμου μέσω της επιστήμης; Επομένως αυτό που το γνωμικό φέρνει στο φως είναι η εξύψωση της ανθρωπότητας, ως φορέα γνώσης, πέρα από κάθε άλλη πραγματικότητα, ακόμη και αν η ίδια είναι τοποθετημένη, ως αντικείμενο αυτής της γνώσης, μέσα στον κόσμο των υλικών αντικειμένων, των ζωντανών όντων και των υπερατομικών κοινωνικών δυνάμεων.

Εάν ωθήσουμε στα όρια της αυτή την υποψία, δηλαδή ότι μια πιο εκλεπτυσμένη μορφή της θέλησης για δύναμη υποκρύπτεται μέσα στην πιο τίμια μορφή της ταπεινότητας αυτού που αποκαλούμε επιθυμία για την αλήθεια, σε τι καταλήγουμε; Η δική μου υπόθεση θα ήταν ότι δεν είναι μονάχα η κοσμική γνώση που τίθεται υπό διερώτηση, αλλά επίσης, και ίσως ακόμη περισσότερο, η θρησκευτική γνώση. Εάν η χριστιανοσύνη αναζήτησε εξίσου επίμονα να επεξεργαστεί αυστηρές αποδείξεις περί της ύπαρξης του Θεού, δεν οφείλεται άραγε στο γεγονός ότι ψάχνουμε στον Θεό, την υπέρτατη εγγύηση επί της οποίας να θεμελιώσουμε τον πόθο μας για κυριαρχία επί του κόσμου, μια κυριαρ¬χία βασισμένη στη γνώση που εδράζεται στην εγγύηση των επιστημονικών μας αποδείξεων; Η κορύφωση της κυριαρχίας της γνώσης μπορεί επομένως να είναι η θέληση να συμπεριλάβουμε τον Θεό μέσα στο εγχείρημά μας για διανοητική κυριαρχία, ζητώντας από τον Θεό, παρότι Θεός, να εγγυηθεί τη δική μας επίμονη αναζήτηση εγγυήσεων.

Πήγα πολύ μακριά τάχα στην ερμηνεία μου σχετικά με αυτό που θέλει να σημαίνει η σοφία όταν λέει ότι «αυτός που θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει»; Ο κίνδυνος θα ήταν να μην πάμε αρκετά μακριά. Διότι όσο πιο μακριά πάμε στην οδό της κοινής σοφίας, τόσο περισσότερο είμαστε διαποτισμένοι από την πρόσκληση του Ιησού στο επόμενο εδάφιο του στίχου 25: «και αυτός που χάνει τη ζωή του εξαιτίας μου θα την κερδίσει».

Αυτή η πρόσκληση του Ευαγγελίου να χάσει κανείς την ίδια τη ζωή του «εξαιτίας του Ιησού» έχει βεβαίως ερμηνευθεί με ποικίλους και διαφορετικούς τρόπους στο πέρασμα των αιώνων, και όλες αυτές οι μορφές είναι πολύτιμες γιατί αποτελούν το θησαύρισμα της παράδοσης της καθολικής Εκκλησίας.

Η αρχέγονη Εκκλησία, για παράδειγμα, έδωσε έμφαση στις δοκιμασίες που συνόδευαν την πράξη της μαρτυρίας κατά τη διάρκεια μιας εποχής διωγμών. Το παράλληλο απόσπασμα στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο καθορίζει μια άμεση σχέση ανάμεσα στο κάλεσμα, στην κλήση του μαθητή, και στο αίτημα της κατάθεσης μαρτυρίας:

Όποιος ζώντας μέσα σε αυτήν τη γενιά την άπιστη κι αμαρτωλή, ντραπεί για εμένα και για τη διδασκαλία μου, θα ντραπεί γι’ αυτόν και ο Υιός του Ανθρώπου, όταν έρθει με όλη τη λαμπρότητα του Πατέρα του, μαζί με τους αγίους αγγέλους[3]. 

Αυτό δεν έκανε πρώτος ο ίδιος ο Πέτρος στη Γεθσημανή («Σίμων, κοιμάσαι; Δεν μπόρεσες να μείνεις άγρυπνος ούτε για μια ώρα;» Μκ 14, 37), και έπειτα ξανά στο προαύλιο, όταν τολμά να δηλώσει στην υπηρέτρια: «Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο για τον οποίο μιλάς» (Μκ 14, 71)[4]; Οι αφηγήσεις του Πάθους δίνουν σε αυτή την άρνηση του Πέτρου μια θέση τόσο σημαντική, μεταξύ άλλων, ακριβώς για να υπογραμμιστεί πόσο δύσκολο είναι, πόσο αδύνατον σχεδόν, να ακολουθήσει κανείς τον Ιησού μέχρι το τέλος.

Η πρώτη ερμηνεία του λόγου «αυτός που χάνει τη ζωή του εξαιτίας μου θα τη βρει» δεν είναι η μόνη δυνατή, δεν έχει όμως χάσει την καταλληλότητά της για το σήμερα. Σε αρκετά μέρη του κόσμου, άντρες και γυναίκες χάνουν πραγματικά τη ζωή τους επειδή δεν ντρέπονται για τον Ιησού ούτε για τα λόγια του μπροστά, στους άλλους ανθρώπους. Αλλά τι μπορούμε να κάνουμε με αυτή τη φράση σε μια κοινωνία πλουραλιστική, όπου ο διωγμός δεν είναι στην ημερήσια διάταξη; Σε μια κοινωνία όπως η δική μας, το αίσθημα της ντροπής για τον Ιησού και για τα λόγια του παίρνει την περισσότερο εκλεπτυσμένη μορφή της αποχής και της σιωπής. Δέχομαι ότι η απάντηση στο ερώτημα της χριστιανικής μαρτυρίας σε μια φιλελεύθερη κοινωνία είναι εξαιρετικά δύσκολο να διατυπωθεί. Οι περισσότεροι μεταξύ ημών, εμού συμπεριλαμβανομένου, νιώθουμε αποστροφή όταν είμαστε αντιμέτωποι με το διαφημιστικό ύφος το οποίο υιοθετούν πολλές χριστιανικές μαρτυρίες στα μέσα μαζικής ενημέρωσής. Ανάμεσα στην αλαζονεία, την έλλειψη διάκρισης και τη χυδαιότητα αυτών των μαρτυριών από τη μια μεριά, και τη φυγή προς μια σιωπή κομψή και φρόνιμη στο όνομα του ιδιωτικού χαρακτήρα της πίστης και του σεβασμού του άλλου από την άλλη μεριά, δεν είναι εύκολο ούτε να βρεθεί ούτε να διατυπωθεί η πιο τίμια και η πιο θαρραλέα μορφή της μαρτυρίας, εκεί που καθίσταται απαραίτητη και αναγκαία τόσο από την κατάσταση όσο και από τους ανθρώπους, τους αδελφούς μας. Τόσο στο ατομικό πλαίσιο όσο και στο πλαίσιο της κοινότητας, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα πως θα μπορούσε να είναι μια τέτοια τίμια και θαρραλέα μαρτυρία σε μια φιλελεύθερη κοινωνία.

Παρ’ όλα αυτά το ερώτημα της μαρτυρίας διά του λόγου δεν θα μπορούσε να εξαντλήσει το ερώτημα της θέσης του μαθητή. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε αυτές τις ερμηνείες της κλήσης του Ιησού να τον ακολουθήσουμε, που μπορούμε να αποκαλέσουμε «πρακτικές», ούτε εκείνες που μπορούμε να αποκαλέσουμε «πνευματικές». Εάν επιστρέψουμε στο ερώτημα των υλικών αγαθών και της εξουσίας, για το όποιο μίλησα προηγουμένως, στοχαζόμενοι προς την κατεύθυνση μιας ερμηνείας με τόνο σοφιολογικό, μπορούμε να ανακαλέσουμε την ανάμνηση αυτών που, όπως ένας άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, πραγματικά αποχωρίστηκαν όλα τα υπάρχοντά τους. Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε έχοντας για βοήθεια τον Φραγκίσκο ως το παράδειγμα όλων αυτών των «τρελών του Θεού» στο πέρασμα των αιώνων, σε συνεννόηση εγκάρδια επίσης με τους αδελφούς και τις αδελφές τους εντός της πίστης (ή εκτός αυτής της πίστης) σήμερα, οι όποιοι διάλεξαν ένα λιτό βίο, με αντίτιμο την περιθωριοποίησή τους. Ο «αντιοικονομικός» χαρακτήρας των εμπειριών τους μπορεί να μας φανεί φαιδρός, αν έχουμε ως μόνη σκοπιά το «να κερδίσουμε τον κόσμο ολόκληρο». Εντούτοις η μαρτυρία τους δεν μπορεί να αγνοηθεί - ούτε να αμφισβητηθεί. Αναποδογυρίζουν τη βασική υπόθεση του σύγχρονου κόσμου, γι᾿ αυτό και μας εκνευρίζουν -ή μας φοβίζουν- τόσο πολύ. Παραταύτα, σε εμάς που παραμένουμε εν τω κόσμω, όπως λέμε, μας μένει να προσδιορίσουμε ποια μαθήματα πρέπει να αντλήσουμε από τη μαρτυρία τους, ποια εσωτερικά όρια πρέπει να θέσουμε στις επιθυμίες μας, με δεδομένη την απουσία ενός ποσοτικού ορίου το οποίο να μας δεσμεύει εξωτερικά.

Όσον αφορά τις πνευματικές ερμηνείες, δεν μπορώ εδώ παρά να αναφερθώ σε αυτές βιαστικά, αλλά, έχοντας ως κοινό γνώρισμα την «Imitatio Christi», σκοπεύουν όλες, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, να μας κάνουν να συμμετάσχουμε, στο βαθμό που είμαστε πιστοί, στην οδύνη του Χριστού, με μια ζωή θυσίας και απάρνησης του εαυτού μας. Δεν μπορώ παρά να τις αναφέρω παρεμπιπτόντως, όμως δεν μπορώ και να τις αγνοήσω, καθώς, ειδικότερα στους κόλπους της καλβινιστικής παράδοσης, αισθανόμαστε να μας απωθεί οτιδήποτε θα μύριζε μυστικισμό. Αυτό το οποίο πρέπει να κάνουμε είναι να ξαναθυμηθούμε ότι η παράδοση της καθολικής Εκκλησίας είναι ευρύτερη από την περιορισμένη στο χρόνο και στο χώρο εμπειρία των τωρινών ομολογιών μας. Έτσι, για να συνοψίσουμε, ας επιστρέψουμε στην ιδιαίτερη συνθήκη του διανοούμενου, του ακαδημαϊκού, στον οποίο αφιέρωσα το πιο προβληματικό μέρος του στοχασμού μου πάνω στην προοπτική της σοφίας που περιέχεται στο σημερινό κείμενο του Ευαγγελίου. Να κερδίσει τον κόσμο, είπα, για ένα μορφωμένο άνθρωπο, σημαίνει να αναζητά την απόλυτη κυριαρχία με τα μέσα της γνώσης και των ακαδημαϊκών τεχνικών. Αυτό ισχύει επίσης, πρόσθεσα, για αυτόν που υπηρετώντας τη θεολογία στους κόλπους της πίστης του, είναι προσηλωμένος στη θεώρηση του Θεού ως υπέρτατης εγγύησης της λογικής ισχύος της γνώσης μας.

Είναι ακριβώς αυτή η τάση να χρησιμοποιήσουμε τον Θεό ως εγγύηση της επιθυμίας μας να έχουμε μια εγγύηση, η οποία μου φαίνεται ότι αμφισβητείται περισσότερο από τη φράση «ας απαρνηθεί τον εαυτό του». Όπως είπε ο Έμπερχαρτ Γιούνγκελ (Eberhard Jungel), ένας θεολόγος της Τυβίγγης, η πίστη είναι η ανατροπή της εξασφάλισης, είναι η διακινδύνευση μιας ζωής τοποθετημένης υπό το σημείο του πάσχοντος Χριστού. Το χωρίο μας προσθέτει σε αυτή «την απάρνηση του εαυτού» την πράξη «ας σηκώσει το σταυρό του». Αυτή η δυνατή φράση μας επαναφέρει στη συνάφεια που επιλέχθηκε από τους συνοπτικούς συγγραφείς για τα εδάφια τα όποια μελετούμε, δηλαδή την αναγγελία του Ιησού για το επικείμενο πάθος του. Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στην πρόσκληση που απευθύνεται στους χριστιανούς να σηκώσουν το σταυρό τους και την αναγγελία του Ιησού για την αναγκαιότητα του Πάθους; Τι σχέση υπάρχει για τον διανοούμενο χριστιανό, για τον πιστό που αποδέχεται το ρητό του Ανσέλμου «fides quaerens intellectum» (η πίστη η οποία προσπα¬θεί να καταλάβει); Σηκώνω σταυρό σημαίνει αποκηρύττω την αναπαράσταση του Θεού ως τόπου της απόλυτης γνώσης, ως εγγύησης όλης της γνώσης μου. Σημαίνει δέχομαι να μη γνωρίζω παρά μόνο ένα πράγμα σχετικά με τον Θεό, ότι ο Θεός ήταν παρών στον Εσταυρωμένο Ιησού και πρέπει να αναγνωρίζεται στον Εσταυρωμένο Ιησού. Ο Θεός σήκωσε το σταυρό. Αυτή είναι η σημασία του χριστολογικού ύμνου στην Προς Φιλιππησίους:

ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, [...][5]  ἐταπείνωσεν ἑαυτον γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ. (Φιλ 2, 7-8)

Σηκώνω το σταυρό του Ιησού, για μένα, μέλος του Πανεπιστημίου, αυτής της κοινότητας μάθησης, σημαίνει να μην υπερεκτιμάται μια γνώση, αιχμάλωτη όπως είναι εκ φύσεως από τα αιτήματα απόδειξης και διασφαλίσεων, μπροστά στην ακόλουθη αναγκαιότητα - ανώτερη από κάθε λογική αναγκαιότητα: «ήταν αναγκαίο ο Υιός του Ανθρώπου να υποφέρει και να σταυρωθεί». Ως μόνη θεϊκή εξουσία ο Θεός δεν δίνει στους χριστιανούς παρά μόνο το σημείο της θεϊκής αδυναμίας, που είναι το σημάδι της αγάπης του Θεού. Αφήνομαι να βοηθηθώ από την αδυναμία αυτή της αγάπης σημαίνει, όσον αφορά το αίτημα να δοθεί νόημα στην πίστη μου, να αποδεχθώ ότι ο Θεός δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο μέσω του συμβόλου του Πάσχοντος Δούλου και μέσω της ενσάρκωσης αυτού του συμβόλου στο γεγονός, σε ύψιστο βαθμό ενδεχομενικό, του σταυρού του Ιησού.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1847



Η μετάφραση στα ελληνικά έγινε από τη γαλλική μετάφραση του κειμένου που περιλαμβάνεται στο Paul Ricceur, L’herméneutique biblique. La nuit surveillée, Cerf, Παρίσι 2001, σ. 266-272. Για τα χωρία της Καινής Διαθήκης χρησιμοποιούμε τη μετάφρα­ση στη δημοτική από την Ελληνική Βιβλική Εταιρία. Ευχαριστώ πολύ τον φίλο Μιχάλη Πάγκαλο για την πολύτιμη συνεισφορά του στη μετάφραση των δύο κειμένων. Όλες οι σημειώσεις είναι του Γάλλου μεταφραστή.



[1] Αρχικά το κήρυγμα αυτό εκφωνήθηκε στο παρεκκλήσιο Rockefeller του πανεπι­στημίου του Σικάγου, την 25η Νοεμβρίου 1984. Έπειτα δημοσιεύθηκε από τον Μ. I. Wallace στον τόμο Figuring the Sacred,Μιννεάπολις 1991, σ. 284-288 υπό τον τίτλο «Whoever Loses Their Life for My Sake Will Find It».

[2] Η φράση αναφέρεται στη βιβλιοθήκη Regenstein στο πανεπιστήμιο του Σικάγου. Η σημείωση αυτή είναι του επιμελητή Μ. I. Wallace, σ. 285 στο αγγλικό πρωτότυπο.

[3] Μκ 8, 38.

[4] Στην πραγματικότητα, στο κείμενο του Μάρκου, ο Πέτρος απαντά: «Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο για τον οποίο μιλάτε» (Μκ 14, 71), όχι μόνο στην υπηρέτρια του μεγάλου Αρχιερέα αλλά και σε αυτούς που ήταν μέσα στην αυλή.

[5] «[...] καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος», για να συμπληρωθεί η παράθεση του χωρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.