τοῦ ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Κ. Παπαθανασίου Ἱεροκήρυκος
Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῶν Ἀθηνῶν
«Ἐποίησε πηλόν» ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἔχρισε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ καὶ ἔδωκε τὴν ἐντολὴν νὰ ὑπάγει στὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ ἐκεῖ νὰ νίψει τὰ μάτια του γιὰ νὰ θεραπευθῇ.
Αὐτὴ ἦταν ἡ κίνηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν ἐκ γενετῆς τυφλόν, ποὺ παρουσιάσθηκε μπροστά Του.
Καὶ ἔτσι ἔγινε.
Ἀπῆλθε νὰ νίψει τὰ μάτια του ὁ τυφλὸς ἐκεῖνος στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ καὶ ἐπέστρεψε βλέπων.
Καὶ ἐθεραπεύθη.
Εἶδε τὸ φῶς του, ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός.
Τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο βέβαια, ἔχει μιὰ λιτὴ διατύπωση, μὲ ἁδρὲς γραμμὲς μᾶς περιγράφει αὐτὸ τὸ μεγάλο θαῦμα, ποὺ πραγματοποίησε ὁ Χριστὸς στὸν τυφλό.
Καὶ ἡ φράση εἶναι «ἐποίησε πηλόν»!
Γιατὶ ἄραγε ὁ Κύριος νὰ πραγματοποιεῖ αὐτὸ τὸ θαῦμα μὲ αὐτὴ τὴν κίνηση;
Καὶ δὲν εἶναι ποτὲ τυχαία καμμία κίνηση τοῦ Ἰησοῦ.
Οἱ κινήσεις τοῦ Ἰησοῦ ἔχουν κάποιο βαθύτατο
νόημα, ἔχουν κάποιο συμβολικὸ χαρακτῆρα.
Τοῦτο ἐπειδὴ κάτι ἄλλο θέλουν νὰ μᾶς ποῦν καὶ κάτι ἄλλο θέλουν νὰ μᾶς δείξουν.
Θὰ μποροῦσε ὁ Κύριος μὲ μία ἄλλη Του κίνηση νὰ θεραπεύσει τὸν τυφλὸ ἢ ἁπλῶς θὰ μποροῦσε μὲ ἕναν λόγο Του νὰ ἀγγίξει τὸ μέρος τοῦ προσώπου του, τὰ μάτια του καὶ νὰ γίνει καλά.
Ὅμως «ἐποίησε πηλόν».
Γιατὶ ἄραγε ἡ κίνηση αὐτὴ ἡ θεϊκή;
Γιατὶ ἄραγε ὁ Χριστὸς «ἐποίησε πηλόν»;
Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἤθελε νὰ μᾶς ὑπομνήσει καὶ νὰ μᾶς ὑπενθυμίσει τὴν πρώτη δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ ὑπογραμμίσει τὴν καταγωγή μας.
Ἡ φράση, «ἐποίησε πηλόν», μᾶς παραπέμπει στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως, στὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Μᾶς παραπέμπει στὸ πρῶτο καὶ στὸ δεύτερο κεφάλαιο, στὴν «Ἑξαήμερο» στὴν δημιουργία τοῦ κόσμου, στὸ ἐπιστέγασμα τῆς ὅλης δημιουργίας καὶ τῆς κτίσεως, στὴν κορωνίδα τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ καὶ Πλάστου, ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
Καὶ τὸ πρῶτο κεφάλαιο, σ' ἐκεῖνο τὸν περίφημο στίχο τὸν 27, μᾶς λέγει, ὅτι «ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ' εἰκόνα ἐποίησεν αὐτόν».
Στὸ δεὐτερο κεφάλαιο στὸν στίχο 7, ἐκεῖ, ποὺ μὲ τὴν λακωνικότητα τοῦ ὕφους, ἀλλὰ καὶ μὲ μία μεγαλοπρέπεια, μᾶς λέγει, τὸ πῶς δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος.
«Καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς».
Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ δεύτερο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως, διαβάζουμε μὲ τὴν λιτότητα τῆς ἐκφράσεως, ἀλλὰ καὶ μὲ μία μεγαλοπρέπεια τοῦ ἤθους ἀπὸ τὸν ἱερὸ συγγραφέα, ὅτι «καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν».
Εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου!
Εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Πλάστη του, μὲ τὰ ἴδια Του τὰ χέρια.
Καὶ ὡς ὡραιότατα διδάσκει ὁ Μέγας Βασίλειος, «ὁ Θεὸς καταξιοῖ ἰδίᾳ χειρὶ διαπλάσαι τὸ ἡμέτερον σῶμα».
Μὲ τὰ ἴδια Του τὰ χέρια φτιάχνει ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη γιὰ νὰ Τὸν δοξολογοῦμε καὶ νὰ ζοῦμε αὐτὴν τὴν ζωὴν τοῦ Παραδείσου ἀλλὰ καὶ νὰ ἔχουμε κοινωνία μαζί Του.
Αὐτό, λοιπόν, τὸ «ἐποίησε πηλόν», ὑπενθυμίζει τὴν φύση μας, τὴν ἀνθρωπίνη φύση μας, τὴν χοϊκότητά μας.
Ὅτι δηλ. εἴμαστε χοϊκοί, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός» (Α΄ Κορ. 15, 47).
Θέλει δε, ἐπιπροσθέτως, νὰ μᾶς δηλώσει τὸ εὔθραστον, τὸ φθαρτόν, τὸ πεπερασμένον τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος.
Ὅτι, δηλαδὴ, ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπὸ φθαρτὸ σῶμα.
Εἴμαστε, ὅπως λέγει ὁ Ψαλμωδός, «σκεῦος κεραμέως» (Ψαλμ. 2,9), εἴμαστε
πήλινοι.
Εἴμαστε, ὅπως ἀναφέρει ἡ Σοφία Σολομῶντος, «γηγενεῖς» (Σοφ. Σολ. 7,1).
Ὁ δὲ προφήτης Ἡσαΐας θὰ ἀναφωνήσει: «Κύριε, Πατὴρ ἡμῶν Σύ, ἡμεῖς δὲ πηλός, ἔργον τῶν χειρῶν Σου πάντες» (Ἡσ. 64, 8).
Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ὁ Δημιουργὸς καὶ Πλάστης μας μέσα στὸ ἀνθρώπινο σῶμα, σ' αὐτὸ τὸ θεῖο τεχνούργημα καὶ σ' αὐτὸ τὸ ὡραιότατο καλλιτέχνημα, ὅπως στὴν συνέχεια στὸ δεύτερο ἡμιστίχιο τῆς Γενέσεως μανθάνουμε, «ἐνεφύσησεν
εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γεν. β΄, 7).
Μέσα στὸ ἀνθρώπινο χοϊκὸ αὐτὸ σκήνωμα, τὸ σῶμα μας, βασιλεύει ἡ ἀθάνατη ψυχή.
Αὐτὸ τὸ «συναμφότερον», ὡς λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἶναι ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, σῶμα καὶ ἀθάνατη ψυχή.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ὡραιότατα τονίζει ἐν προκειμένῳ τὴν μεγαλοπρέπεια καὶ τὴν ἁρμονία ποὺ ἔχει τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅταν μᾶς λέγει «γιὰ πρόσεξε, ἄνθρωπέ μου, δὲς ὅτι ἀπὸ ὅλα τὰ ζῶα, ἀπὸ ὅλους τοὺς ζῶντας ὀργανισμούς, μόνον ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ὀρθία στάση καὶ ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ἀτενίζει, νὰ σηκώνει τὰ μάτια του πρὸς τὸν οὐρανό. Καὶ σ' αὐτὸ τὸ τόσο μικρὸ τμῆμα τοῦ σώματός του, ποὺ εἶναι τὸ πρόσωπο, ἐκεῖ βρίσκονται οἱ σπουδαιότερες αἰσθήσεις, ἡ ὅραση, ἡ ὄσφρηση, ἡ ἀκοή, ἡ γεύση, χωρὶς ἡ μία νὰ μπερδεύται μὲ τὴν ἄλλη.
Ὁ δὲ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θὰ μᾶς πεῖ, ὅτι «ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶον τῇ πρὸς Θεὸν νεύσει, ἀλλὰ ζῶον θεούμενον» (Λόγος εἰς τὰ Θεοφάνεια, MPG 36, 324, 13).
Ὁ Θεός, λοιπόν, εἶναι ὁ δι' ἐκτάκτου καὶ ἀμέσου ἐνεργείας καὶ διὰ τῆς ἀπείρου σοφίας αὐτοῦ ὁ προσωπικὸς Δημιουργὸς καὶ Ζωοδότης τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι δὲ πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ πρῶτο ποὺ βλέπει ὁ ἄνθρωπος μόλις ἀνοίγει τὰ μάτια του εἶναι ὁ Θεός! Αὐτὸ ἀκριβῶς δηλώνει τὴν σχέση ἐξαρτήσεως, τὴν ἀναφορὰ του πρὸς τὸν Θεόν.
Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Εἷς, ὁ Ὁποῖος ἐξ ἀγάπης ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπον «κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν» (Γεν. 1, 26), κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὰς διαφόρους μυθολογικὰς διηγήσεις τῶν ἀρχαίων λαῶν τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς ποὺ ἐμφανίζονται ἀλληλοσυγκρουόμενες καὶ περίεργες.
Καὶ τὸ ὑπέροχον τοῦ ἀνθρώπου βρίσκεται σ' αὐτὴν ταύτην τὴν φύσιν του.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατὰ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν ψυχοσωματικὴ ὀντότητα.
Μετέχει τοῦ ὑλικοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου.
Τὸ χαρακτηριστικὸν του γνώρισμα ποὺ τὸν διακρίνει ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀπὸ τὰ ζῶα εἶναι τὸ διφυὲς αὐτοῦ.
Συνεπῶς ἡ σημερινὴ ὑπόμνηση, «ἐποίησε πηλόν», ἔρχεται νὰ μᾶς δηλώσει, ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ τὸ χοϊκὸ καὶ τὸ γήϊνο καὶ τὸ φθαρτὸ τοῦ σώματος, τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ μᾶς ἐκδηλώσει τὸ οὐράνιο, τὸ αἰώνιο καὶ τὸ ἄφθαρτο.
Μᾶς δείχνει τὸ διφυὲς τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐν προκειμένῳ μὴ νομίσουμε ὅτι ὑπάρχει καμμία σύγκρουση Θρησκείας καὶ Ἐπιστήμης ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου.
Διότι ἄλλος εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ τὰ μέσα τῆς ἐπιστήμης καὶ ἄλλος τῆς Θεολογίας, τῆς πίστεως καὶ τῆς Θρησκείας.
Ὁ σωστὸς ἐπιστήμων γνωρίζει τὰ ὅριά του, γνωρίζει νὰ ἐρευνᾶ καὶ νὰ μελετᾶ.
Ὅμως ὁ ἀληθινὸς ἐπιστήμων ξέρει νὰ σταματᾶ μπροστὰ στὸ ἀρχέτυπο, μπροστὰ στὴ θεία πνοή, μπροστὰ στὴν ψυχή. Γνωρίζει τὰ ὅριά του.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ σημερινὸς τυφλός, ὅταν ἔγινε καλὰ καὶ ὅταν ἀργότερα τοῦ παρουσιάστηκε ὁ Χριστὸς καὶ αὐτοαπεκαλύφθη ὁ Κύριος καὶ κατάλαβε ἐκεῖνος, ὁ τυφλὸς ποὺ εἶχε δεῖ τὸ φῶς του, ὅτι ἦταν ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός, ὁ Χριστὸς ποὺ τὸν ἔκανε καλά, δὲν ἔκανε ἀπολύτως καμμία ἄλλη κίνηση.
Παρὰ ἔπεσε καὶ προσεκύνησε. Καὶ αὐτὴ ἡ κίνηση τοῦ τυφλοῦ μπροστὰ στὸν Κύριον δηλώνει αὐτὸ τὸ «προσεκύνησεν» (Ἰω. 9, 38) δηλώνει τὴν λατρεία πλέον πρὸς τὸν Θεόν.
Ὁ Πλάστης, λατρεύεται ἀπὸ τὸ πλάσμα Του.
Τὸ πλάσμα αὐτὸ ποὺ εἴμαστε ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι, τὰ δημιουργήματα τῶν χειρῶν Του.
Εἴμαστε ἐκεῖνοι ποὺ ὀφείλουμε νὰ προσκυνοῦμε καὶ νὰ ὑπακούουμε στὸ θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ, Παντογνώστου καὶ Πανσόφου Θεοῦ.
Δὲν μένει παρὰ κι ἐμεῖς, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ αὐτὴ τὴ φράση τοῦ Εὐαγγελίου, «ἐποίησε πηλόν», νὰ ἔχουμε αὐτὴν τὴν ἱερὴ ἐνθύμηση, νὰ θυμόμαστε ὅτι εἴμαστε χοϊκοὶ ἄνθρωποι καὶ ὅτι ἔχουμε ἀναφορὰ στὸν Θεό, ἐξαρτώμεθα ἀπὸ τὸν Θεό, εἴμαστε δημιουργήματά Του,
τέλεια δημιουργήματά Του.
Ἔχουμε τὸ φθαρτὸν σῶμα καὶ συγχρόνως μέσα μας τὴν ἀθάνατη ψυχή.
Αὐτὴ ἡ ἱερὴ ἐνθύμηση ἔχει ὕψιστη ἀξία γιὰ τὴν ὅλη πορεία τῆς ζωῆς μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.