Ετικέτες

30.3.17

Ομιλία κ. Γ. Πραχαλιά στην ημερίδα ιστορίας


Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ ΤΟΥ 1821 ΚΑΙ Ο ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Άγιοι Πατέρες, κύριε Αντιπεριφερειάρχα Δυτικής Αττικής, κύριε Αντιδήμαρχε της Δημοτικής Ενότητας Φυλής, κύριοι δημοτικοί και τοπικοί σύμβουλοι, εκλεκτοί προσκεκλημένοι, κυρίες και κύριοι

Είναι μεγάλη τιμή για εμένα να μιλώ απόψε σε αυτόν εδώ τον ιστορικό χώρο, όπου λειτούργησε ένα από τα πρώτα αλληλοδιδακτικά σχολεία της Αττικής, αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους.

Το αντικείμενο της αποψινής ομιλίας μου είχε προγραμματιστεί να αφορά την απελευθέρωση της Αττικής κατά την εθνεγερσία και το ρόλο του καπετάν Μελέτη Βασιλείου. Λόγω αδυναμίας όμως ενός από τους ομιλητές να παρευρεθεί απόψε, θα καλύψω και τη θεματική της δικής του ομιλίας που αφορούσε το έργο του Ιωάννη Καποδίστρια. Κατά συνέπεια λοιπόν το έργο μου είναι εξαιρετικά δύσκολο, γιατί θα πρέπει σε σύντομο χρόνο να παρουσιάσω το έργο του Ιωάννη Καποδίστρια αλλά και να αναφερθώ στην απελευθέρωση της Αττικής και το ρόλο του καπετάν Μελέτη. Για να μην σας κουράσω, θα περιοριστώ στην περιγραφή της σχέσης του Καποδίστρια με την απελευθέρωση της Αττικής και το ρόλο του καπετάν Μελέτη.



Εκ πρώτης όψεως, θα πει κάποιος ότι είναι αδύνατο να περιγραφεί κάτι τέτοιο, διότι απλούστατα δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα στον Ιωάννη Καποδίστρια, στην απελευθέρωση της Αττικής και στον καπετάν Μελέτη. Για όποιον όμως έχει εντρυφήσει στη γεωπολιτική ανάλυση της επανάστασης του 1821, η απάντηση είναι ότι και όμως υπάρχει σχέση! Η σχέση αυτή είναι δύσκολο να ανιχνευτεί, γιατί από τη θεματική της ομιλίας λείπει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο άνθρωπος που συνενώνει τον Καποδίστρια, την Αττική και τον καπετάν Μελέτη. Η αποτύπωση όμως αυτής της σχέσης, δεν θα μας επιτρέψει απλώς να κατανοήσουμε τα όσα συνέβησαν τότε, αλλά θα μας επιτρέψει να αντιληφθούμε και την εξέλιξη της πολιτικής ιστορίας στην πόλη μας και στην ευρύτερη περιοχή από την επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα. Μια πολιτική ιστορία, που δικαιολογεί εν πολλοίς και τον τίτλο της αποψινής ημερίδας, όχι απλώς για το διαχρονικό ρόλο του Δήμου Φυλής στην απελευθέρωση της Αθήνας, αλλά για το διαχρονικό ρόλο που διαδραματίζει η ευρύτερη περιοχή στην πολιτική ιστορία της Αττικής.

Το νήμα της αφήγησής μας ξεκινά το καλοκαίρι του 1820, όταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης παρουσίασε στον Καποδίστρια το τελικό πολεμικό σχέδιο σε στρατηγικό επίπεδο για ολόκληρη την επικράτεια: Ο Καποδίστριας θα κέρδιζε διπλωματικό χρόνο για την επανάσταση, ο Υψηλάντης θα αγκίστρωνε σημαντικές Τουρκικές δυνάμεις στη Μολδοβλαχία από το φόβο της εμπλοκής των Ρώσων, οι ναυτικοί του Αιγαίου θα απέκοπταν τις θαλάσσιες γραμμές εφοδιασμού από τα Μικρασιατικά παράλια προς τον Ελλαδικό ηπειρωτικό χώρο, οι επαναστάτες στη Ρούμελη, στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, θα ανέκοπταν την κάθοδο Τουρκικών δυνάμεων προς το νότο και την Πελοπόννησο, ενώ ο Κολοκοτρώνης θα δημιουργούσε γρήγορα στρατιωτικά τετελεσμένα στο Μωριά. Στη συνέχεια ο Γέρος με τους Μωραίτες θα βάδιζε προς βορρά, βοηθώντας στην αντεπίθεση των Ελλήνων για την απελευθέρωση της Ρούμελης, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.

Ο Καποδίστριας ενέκρινε το σχέδιο και ο Κολοκοτρώνης άρχισε να στέλνει αμέτρητες επιστολές σε οπλαρχηγούς με οδηγίες για την επανάσταση σε ολόκληρη την επικράτεια. Το βάρος έπεφτε στον Κολοκοτρώνη που έπρεπε πολύ σύντομα να απελευθερώσει το Μωριά και να κινηθεί στη συνέχεια προς βορρά. Σημείο κλειδί γι’ αυτό ήταν οπωσδήποτε η απαγόρευση καθόδου τουρκικών χερσαίων δυνάμεων από τη Ρούμελη στο Μωριά, για ενίσχυση των εκεί ομοεθνών τους, αλλά και η απαγόρευση μεταφοράς τουρκικών στρατευμάτων από τα Μικρασιατικά παράλια προς τις ακτές τις Ρούμελης και του Μωριά. Το έδαφος της Ρούμελης φυλάσσονταν επαρκώς από εξαίρετους οπλαρχηγούς όπως ο Ανδρούτσος, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Καραϊσκάκης και ο Αθανάσιος Διάκος. Οι ακτές του Μωριά, σύμφωνα με το σχέδιο του Κολοκοτρώνη, είχαν αποκλεισθεί επαρκώς από τους Υδραίους και Σπετσιώτες. Ο μόνος κίνδυνος επομένως ήταν οι ακτές της Ρούμελης και κυρίως το Φάληρο και το λιμάνι της Ελευσίνας. Για το λόγο αυτό λοιπόν, η άμεση κατάληψη της πόλης των Αθηνών και ο έλεγχος των δύο επινείων της (Φάληρο και Ελευσίνα) ήταν στρατηγικής σημασίας. Παράλληλα, ο σιτοβολώνας του λεκανοπεδίου της Αττικής και του Θριασίου Πεδίου εξασφάλιζαν το απαραίτητο στρατηγικό βάθος για ανεφοδιασμό σε τρόφιμα και ζώα για τις Μωραίτικες δυνάμεις του Κολοκοτρώνη που, αφού θα είχαν απελευθερώσει γρήγορα το Μωριά, θα ανέβαιναν προς βορρά για τη μεγάλη αντεπίθεση των Ελλήνων που θα έφτανε μέχρι τη Θεσσαλία. Εκεί, ανεφοδιαζόμενοι οι Έλληνες από το Θεσσαλικό Κάμπο, θα συνέχιζαν με τον ίδιο τρόπο προς Μακεδονία και Κωνσταντινούπολη.

Από τη συγκριτική μελέτη των τακτικών που εφάρμοσαν οι οπλαρχηγοί της Αττικής, κυρίως ο Καπετάν Μελέτης Βασιλείου, προκύπτει ξεκάθαρα η ένταξή τους στο στρατηγικό σχεδιασμό που αναφέρθηκε παραπάνω. Κατά συνέπεια, προκύπτει η σχέση, μέσω του Κολοκοτρώνη, κατά την περίοδο της προετοιμασίας της επανάστασης ανάμεσα στον Καποδίστρια, στην Αττική και στον Καπετάν Μελέτη.

Η Αθήνα ήταν περιτοιχισμένη με τείχος και μεγάλο κάστρο. Τον πρώτο μήνα της Επανάστασης στην Αθήνα δεν σημειώθηκαν αψιμαχίες, αλλά οι Τούρκοι ήταν σε αναβρασμό και άρχισαν να προετοιμάζονται, εξαιτίας των γεγονότων στην Πελοπόννησο. Η βασική ενέργεια των Τούρκων ήταν να αναθέσουν στον ηγέτη της Χασιάς Χατζή – Μελέτη Βασιλείου την άδεια να συγκροτήσει ένοπλο σώμα για την προστασία των Αθηνών. Αλλά αυτό ήταν και το λάθος τους. Από τον τρόπο που έδρασε ο Καπετάν Μελέτης εξαπατώντας τους Τούρκους, ο οποίος ήταν πανομοιότυπος με τον τρόπο που έδρασε και στη Λειβαδιά ο Αθανάσιος Διάκος, συνάγεται το συμπέρασμα ότι και οι δύο αυτοί Καπεταναίοι έδρασαν στη βάση του γενικότερου σχεδίου του Κολοκοτρώνη και του Καποδίστρια.

Το μικρό ένοπλο σώμα του Καπετάν Μελέτη που φρουρούσε τα στενά της Οσγιάς (Πάρνηθας) γρήγορα αυξήθηκε σε περισσότερους από χίλιους άνδρες. Ο Μητροπολίτης Αθηνών Διονύσιος κατέφυγε στη Λειβαδιά, στη Μονή Αγίας Παρασκευής, όπου ευλόγησε τη σημαία του Αθανάσιου Διάκου. Στις 18 Απριλίου 1821 ο Καπετάν Μελέτης συνέτριψε στον Κάλαμο της Αττικής τις μικρές ενισχύσεις που έστειλαν οι Τούρκοι της Εύβοιας, ενώ την ίδια στιγμή κατέφθασε από τη Λειβαδιά και ο Γενικός Αρχηγός της επαναστατημένης Αττικής, ο Δήμος Αντωνίου, γενναίος πατριώτης, ένθερμος αγωνιστής και απόστολος της Φιλικής Εταιρείας. Στις 25 Απριλίου 1821 ο επαναστατικός στρατός του Καπετάν Μελέτη Βασιλείου κατέλαβε σχεδόν χωρίς αντίσταση την Αθήνα και οι Τούρκοι αποτραβήχτηκαν στην Ακρόπολη. Ο Καπετάν Μελέτης εγκαταστάθηκε στο Διοικητήριο και στις 28 Απριλίου 1821 ύψωσε με επίσημη τελετή τη σημαία της Ελευθερίας. Δυστυχώς όμως, λίγες ημέρες μετά φονεύτηκε ο Δήμος Αντωνίου σε μια μικρή αψιμαχία έξω από τα τείχη, αφήνοντας πλέον μόνο του και χωρίς πολιτική κάλυψη τον Καπετάν Μελέτη, ο οποίος ήταν μεν ο αδιαφιλονίκητος στρατιωτικός ηγέτης, αλλά δεν ήταν αποδεκτός από το κατεστημένο των Αθηνών. Η προσωπικότητα του λαϊκού αγωνιστή Καπετάν Μελέτη προκαλούσε σοβαρές αντιδράσεις στους προκρίτους των Αθηνών, που δεν μπορούσαν να αποδεχτούν για αρχηγό έναν απλό «ξωτάρη» (χωρικό).

Ο Δημήτριος Υψηλάντης, υποκύπτοντας στις επίμονες απαιτήσεις των Αθηναίων προκρίτων, απέστειλε τον Λιβέρη Λιβερόπουλο, στον οποίο οι Αθηναίοι έκαναν ενθουσιώδη υποδοχή. Ο Ιωάννης Φιλήμων γράφει χαρακτηριστικά «Οι Αθηναίοι υπερεθαύμαζον αυτόν και εν πάση διαταγή έκλινον τον αυχένα, όπως εξασθενίσωσι τον Μελέτην. Οι οπλαρχηγοί ωσαύτως υπερεκολάκευον αυτόν, όπως συστηθώσι παρά τω Υψηλάντη και ανωτέρας τύχωσι τύχης».

Ο σουλτάνος αντέδρασε με σφαγές του Ελληνισμού στην Κων/πολη, στη Σμύρνη και στην Κύπρο. Από τα πρώτα θύματα ήταν ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, γεγονός που προκάλεσε βαθιά αίσθηση στην Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Ο Καποδίστριας, ως υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας, επηρέασε τον Τσάρο, ο οποίος συμφώνησε να γίνει διακοίνωση προς την Πύλη. Στη διακοίνωση ο Καποδίστριας χρησιμοποίησε αυστηρή γλώσσα, δίνοντάς της μορφή τελεσιγράφου, εμφανίζοντας τη Ρωσία να θεωρεί την Ελληνική  Επανάσταση ως επανάσταση έθνους και όχι ως στασιαστική εξέγερση εναντίον πολιτικού καθεστώτος.  Μετά τις ενέργειές του αυτές, και αφού είχε κερδίσει πολύτιμο διπλωματικό χρόνο για την επανάσταση, ο Καποδίστριας, αποχώρησε –αν και δεν παραιτήθηκε επίσημα - από τη θέση του υπουργού εξωτερικών της Ρωσίας, και αποσύρθηκε στη Γενεύη της Ελβετίας, όπου παρέμεινε μέχρι το 1827. Από τη Γενεύη ο Καποδίστριας συντόνιζε τον αγώνα σε διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο, ευρισκόμενος σε άμεση επαφή μέσω αλληλογραφίας με τον Κολοκοτρώνη. Η Γενεύη έγινε το κέντρο απ΄όπου ο Καποδίστριας παρακολουθούσε και παρενέβαινε στις διπλωματικές εξελίξεις, ενώ έδινε οδηγίες για τη δράση των φιλελληνικών κομιτάτων που είχε ιδρύσει σε όλη την Ευρώπη μέσω του Ελβετού Ιωάννη Εϋνάρδου.

Πίσω στην Αττική, ο Ομέρ Βρυώνης έστειλε στις 18 Ιουλίου 1821 από την Εύβοια μια ισχυρή τουρκική δύναμη τριών χιλιάδων πεζών και δύο χιλιάδων ιππέων, καταλαμβάνοντας το Λιάτανι της Αττικής. Εκεί προσπάθησε να τους αντιμετωπίσει ο αποδυναμωμένος από το κατεστημένο των Αθηνών Καπετάν Μελέτης, αλλά δεν τα κατάφερε. Οι Αθηναίοι και ο αρχηγός τους Λιβερόπουλος, μόλις άκουσαν ότι ο Καπετάν Μελέτης δεν κατάφερε να νικήσει στο Λιάτανι, αντί να οργανωθούν στην οχυρωμένη Αθήνα με το τείχος και το κάστρο της, πήραν τα νοικοκυριά (!) και τις οικογένειές τους και κατέφυγαν έντρομοι στη Σαλαμίνα και την Αίγινα.

Ο Ομέρ Βρυώνης εισήλθε στην ερημωμένη Αθήνα στις 20 Ιουλίου 1821 και ενώθηκε με τους Τούρκους της Ακρόπολης. Γύρω από την Αθήνα είχαν μείνει μικρά ένοπλα τμήματα Ελλήνων επαναστατών που προκαλούσαν φθορά στο τουρκικό στράτευμα με τακτικές ανταρτοπολέμου. Ο Ομέρ Βρυώνης προσπάθησε να τους διαλύσει με ισχυρή δύναμη ιππικού. Σημειώθηκαν δύο συμπλοκές κοντά στο χωριό Δραγουμάνου με τα σώματα των οπλαρχηγών Αναστάσιου Λέκκα από την Αθήνα και του Μήτρου Σκευά από τη Χασιά. Στη δεύτερη συμπλοκή μάλιστα κινδύνεψε να σκοτωθεί και ο ίδιος ο Ομέρ Βρυώνης από τον Αθηναίο αγωνιστή Δήμο Ρουμπέση, αλλά σώθηκε από το σωματοφύλακά του, που τον σκότωσε ο Ρουμπέσης και ύστερα κυκλωμένος από τους Τούρκους έπεσε ηρωικά. Ο Ομέρ Βρυώνης, φοβούμενος ότι θα κυκλωθεί από τα στρατεύματα του Νικηταρά και του Μαυρομιχάλη, που μετά την άλωση της Τριπολιτσάς είχαν προωθηθεί στη Ρούμελη, ενίσχυσε τη φρουρά της Ακρόπολης με 300 ιππείς και έφυγε με όλο το στρατό του.

Μπροστά στις θετικές αυτές εξελίξεις, ο Υψηλάντης όρισε τον Ηλία Μαυρομιχάλη, γιό του Πετρόμπεη, ως Στρατιωτικό Αρχηγό της Αθήνας. Στο μεταξύ η Αττική είχε ξεσηκωθεί με επίκεντρο τη Μονή Βρανά και το φλογερό ηγούμενό της Γαβριήλ Αναστασίου. Ακολούθησε η αιματηρή σύγκρουση στη ρεματιά του Χαλανδρίου, όπου οι Τούρκοι συνετρίβησαν και επέστρεψαν στην Ακρόπολη. Τα στρατεύματα της Αττικής κατέλαβαν και πάλι την πόλη των Αθηνών και άρχισε η δεύτερη πολιορκία της Ακρόπολης.

Στο μεταξύ όμως είχε ξεκινήσει η μεγάλη αντεπίθεση των Τούρκων από δύο άξονες: Ο πρώτος άξονας από την Ήπειρο, όπου ο τουρκικός στρατός πολιόρκησε το Μεσολόγγι και ο δεύτερος (και ισχυρότερος) άξονας με τη φοβερή στρατιά 40.000 τούρκων του Δράμαλη Πασά προς τη Ρούμελη και το Μωριά, για να καταπνίξει την Επανάσταση. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, κατόπιν διαταγής του Κολοκοτρώνη, ο Ανδρούτσος και ο Νικηταράς συγκρότησαν στη Ρούμελη μια γενικότερη δύναμη καλύψεως, που προσπάθησε να επιβραδύνει την κάθοδο του Δράμαλη μέχρι την κατάληψη της Ακρόπολης των Αθηνών και την αμυντική οργάνωση της πόλης. Ήρθαν έτσι οι νίκες στην Αγία Μαρίνα και στη Στυλίδα, στις αρχές Απριλίου 1822. Στο μεταξύ, είχε καταφτάσει στην Αθήνα ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, υπό την αρχηγία του οποίου οι Έλληνες κατόρθωσαν μετά από πολύμηνη πολιορκία να καταλάβουν την Ακρόπολη, την οποία οι έγκλειστοι Τούρκοι παρέδωσαν με συνθήκη στις 9 Ιουνίου 1822.

Αμέσως μετά την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια, ο Κολοκοτρώνης, βλέποντας ότι ανοίγει ο δρόμος προς την απελευθέρωση, έστειλε τον Ανδρούτσο με το Νικηταρά στην Αθήνα, προκειμένου να διασφαλιστεί το στρατηγικό βάθος του Λεκανοπεδίου της Αττικής αλλά και τα λιμάνια του Φαλήρου και της Ελευσίνας. Έτσι, στις 21 Αυγούστου 1822 ο Ανδρούτσος με το Νικηταρά καταφθάνουν στην Αθήνα, την οποία οργάνωσαν αμυντικά αλλά και πολιτικά. Μαζί τους είναι και ο καπετάν Μελέτης, εξαιρετικά ενισχυμένος πολιτικά και στρατιωτικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ανδρούτσος κατέλυσε την παλιά προνομιακή γερουσία των Αθηνών και διόρισε νέα, αποτελούμενη από τους Μ. Τυρναβίτη, Ανάργυρο Πετράκη και Ιωάννη Πάλλη, με τη συμμετοχή πλέον και δύο «ξωτάρηδων» (χωρικών), ενώ διόρισε και λαϊκό εφετείο, εφορευτικό των άλλων δικαστηρίων.

Παράλληλα, ο Ανδρούτσος, σε εκτέλεση των σχετικών οδηγιών που είχε αποστείλει ο Καποδίστριας από τη Γενεύη, προέβη και σε πρωτοποριακά έργα για επαναστατημένη περιοχή: συστήθηκε τυπογραφείο και άρχισε να εκδίδεται η περίφημη «Εφημερίς των Αθηνών» υπό τη διεύθυνση του λόγιου Γεωργίου Ψύλλα, ενώ συστήθηκε ένα παρθεναγωγείο και ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο που στεγάστηκε στο τζαμί του Σταροπάζαρου, ιδρύθηκε δημοτική βιβλιοθήκη στο τζαμί της Κολώνας, το περίφημο «Σχολείον Επιστημών», που αποτέλεσε τον πρόδρομο του Πανεπιστημίου Αθηνών στο τζαμί του Ροδακιού, καθώς και Βοτανικός Κήπος. Παράλληλα, θεσμοθετήθηκε και η σύσταση αλληλοδιδακτικών σχολείων στα χωριά των ξωτάρηδων, με πρώτο το σχολείο της Χασιάς, που αρχικά στεγάστηκε πρόχειρα και στη συνέχεια χτίστηκε στο χώρο που βρίσκεται σήμερα το νέο δημαρχείο της Φυλής. Νομίζω ότι αυτό είναι η μεγαλύτερη παρακαταθήκη του Καποδίστρια και του Καπετάν Μελέτη στην πόλη της Φυλής και πρέπει να αναδειχθεί.

Ταυτόχρονα λύθηκε και η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου με νίκη των Ελλήνων. Το χάραμα του 1823 βρήκε λοιπόν την επαναστατημένη Ελλάδα de facto ελεύθερη, κατέχοντας το Μωριά και την Αττική, καθώς και τη δυτική Ελλάδα από το Μεσολόγγι και τα Άγραφα μέχρι το Σούλι. Τότε όμως ξέσπασαν οι δύο αιματηροί εμφύλιοι, που είχαν σαν βασική αιτία τον τρόπο που θα διοικούνταν η ελεύθερη πια Ελλάδα. Οι λαϊκοί αγωνιστές απαιτούσαν συγκεκριμένο πρότυπο διακυβέρνησης που έδινε πραγματικά δημοκρατικά προνόμια και στον απλό λαό, όπως φάνηκε και από τα έργα του Ανδρούτσου στην Αθήνα. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό από το ντόπιο αρχοντολόι. Έτσι, στο Μωριά φυλακίστηκαν οι Μωραίτες καπεταναίοι και ο Κολοκοτρώνης, αφού δολοφόνησαν τον πρωτότοκο γιό του, ενώ στη Ρούμελη δολοφονήθηκε ο Ανδρούτσος και στην Αττική ο Καπετάν Μελέτης Βασιλείου. Η δολοφονία του Καπετάν Μελέτη Βασιλείου είναι η πιο σκοτεινή σελίδα της τοπικής ιστορίας, η οποία δυστυχώς έχει ακόμη σκοτεινότερες προεκτάσεις.

Η επανάσταση ψυχορραγούσε. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση και την έλευση του Ιμπραήμ και του Κιουταχή, η Ελληνική Κυβέρνηση ανέθεσε την αρχιστρατηγία του Μωριά στον Κολοκοτρώνη και της Ρούμελης στον Καραϊσκάκη. Οι δύο αρχιστράτηγοι συμφώνησαν ότι ο Κολοκοτρώνης θα πολεμούσε με ελάχιστες δυνάμεις τον Ιμπραήμ στο Μωριά, εφαρμόζοντας ανταρτοπόλεμο, ενώ τα επίλεκτα μωραΐτικα στρατεύματα με επικεφαλής το Γενναίο Κολοκοτρώνη και το Νικηταρά θα αποσταλούν στην εκστρατεία του Καραϊσκάκη στη Ρούμελη. Ο Καραϊσκάκης θα νικούσε γρήγορα τον Κιουταχή και στη συνέχεια θα κατέβαινε στο Μωριά για τη συντριβή του πανίσχυρου Ιμπραήμ, που θα τον είχε εξαντλήσει ο Κολοκοτρώνης με τον ανταρτοπόλεμο. Στη συνέχεια, οι δυο Αρχιστράτηγοι μαζί με τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς θα επέβαλλαν την εκλογή του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδας.

Ο Καραϊσκάκης συγκέντρωσε στην Ελευσίνα τη μεγαλύτερη παρατακτή δύναμη στη διάρκεια της επανάστασης (πάνω από 10.000 άνδρες) και ξεκίνησε τη μεγάλη εκστρατεία του στη Βοιωτία. Στόχος του ήταν να αποκόψει από τις εφεδρείες του τον Κιουταχή που είχε στρατοπεδεύσει στην Αθήνα και πολιορκούσε την Ακρόπολη. Ήρθαν οι θρίαμβοι του Καραϊσκάκη στην Αράχοβα και το Δίστομο. Πλέον ο Κιουταχής είχε εγκλωβιστεί στην Αθήνα και ο Καραϊσκάκης ετοιμάζονταν να τον συντρίψει. Οι εμφύλιες έριδες όμως των Ελλήνων (οι οποίες είχαν φουντώσει μετά και τη φήμη ότι ο γιός του Κολοκοτρώνη Γενναίος θα παντρευτεί την κόρη του Καραϊσκάκη Ελένη), καθώς και ο ξένος παράγοντας, οδήγησαν στη δολοφονία του Καραϊσκάκη στο Φάληρο, στις 23 Απριλίου 1827.

Σήμερα, με τα στοιχεία που έχουμε πλέον στα χέρια μας, μπορούμε να μιλάμε ξεκάθαρα για δολοφονία. Και μάλιστα, όσοι έχουμε ασχοληθεί εξαντλητικά με το θέμα, έχουμε καταλήξει και στο όνομα του δολοφόνου. Ένα από τα βασικά τεκμήρια είναι το χειρόγραφο του Ιωάννου Σταυριανού, ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας στο θανάσιμο τραυματισμό του Καραϊσκάκη, όπου αναγράφει χαρακτηριστικά «Τότε είδωμεν εκπυρσοκρότησιν όπλου από τον ημέτερον στρατόν. Αυτός ήτο ο επικατάρατος δολοφόνος του Καραίσκου…». Και μπορεί για λόγους αποφυγής εμφυλίων διενέξεων να έχει τεχνηέντως σκιστεί το κομμάτι του χειρογράφου που αναφέρει ρητά το όνομα του δολοφόνου, το οποίο όμως είναι γνωστό σε λίγους μυημένους, αλλά στο υπόλοιπο χειρόγραφο περιγράφεται ξεκάθαρα το ποιος είναι ο δολοφόνος αλλά και από πού είναι. Στο βιβλίο μάλιστα που εξέδωσε πρόσφατα η  Εταιρεία Στερεοελλαδικών Σπουδών, η συγγραφέας κ. Τσουγκαράκη - Αγγελομάτη κάνει εκτεταμένη ανάλυση και αναφέρεται περιγραφικά στην ταυτότητα του δολοφόνου. Όποιος το μελετήσει και το συγκρίνει με άλλες ιστορικές πηγές, θα διαπιστώσει ότι η περιγραφή του δολοφόνου του Καραϊσκάκη συμπίπτει με τα όσα η προφορική ιστοριογραφία της Φυλής έχει διασώσει για το όνομα ενός από τους δολοφόνους του Καπετάν Μελέτη Βασιλείου. Και αφορά σε μέλος οικογένειας της ευρύτερης περιοχής, η οποία αμέσως μετά την έλευση του Όθωνα και της Βαυαρικής βασιλείας βρέθηκε να κατέχει τμήμα των παλιών τούρκικων τσιφλικιών στην ευρύτερη περιοχή των Αχαρνών και των Λιοσίων.

Το αποτέλεσμα της δολοφονίας του Καραϊσκάκη ήταν να μείνει ακέφαλο το Ελληνικό στράτευμα, να οδηγηθεί από τον Άγγλο Τσωρτς στην καταστροφική μάχη στον Ανάλατο και να διαλυθεί η μεγάλη εκστρατεία των Ελλήνων στην Αττική. Ευτυχώς τουλάχιστον, πριν το θάνατό του, ο Καραϊσκάκης είχε συμβάλλει μαζί με τον Κολοκοτρώνη στην εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδας. Ερχόμενος ο Καποδίστριας στην Ελλάδα άρχισε έναν διπλωματικό μαραθώνιο, πετυχαίνοντας τελικά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, με την οποία άνοιξε η διπλωματική οδός για την ανεξαρτησία.   

Στο εσωτερικό ο Καποδίστριας αναδιοργάνωσε την επαρχιακή διοίκηση και ανόρθωσε την οικονομία. Ανασυγκρότησε τη γεωργία και την εμπλούτισε με νέες καλλιέργειες, ανανέωσε την κτηνοτροφία, αναζωογόνησε το εμπόριο και τη ναυτιλία, έκοψε το πρώτο νόμισμα, μεταρρύθμισε τη φορολογική πολιτική, έδωσε νέα πνοή στην παιδεία και τη δικαιοσύνη, ίδρυσε τη Σχολή Ευελπίδων, ενώ με τη συνεργασία του Μιαούλη συνέτριψε την πειρατεία. Κύριος στόχος του ήταν η συγκρότηση τακτικού στρατού για την εκκαθάριση της Ρούμελης από τα υπολείμματα των τούρκων, επειδή στα συζητούμενα ακόμη σύνορα θα περιλαμβάνονταν οι περιοχές που είχαν ελευθερωθεί με Ελληνικές δυνάμεις. Την εκκαθάριση της Ρούμελης ολοκλήρωσε ο Δημήτριος Υψηλάντης που τερμάτισε στην Πέτρα της Βοιωτίας (12-13 Σεπτεμβρίου 1829) τον ένοπλο αγώνα, τον οποίο οκτώ χρόνια νωρίτερα είχε αρχίσει ο αδελφός του Αλέξανδρος στη Μολδοβλαχία.

Στην εξωτερική πολιτική ο Καποδίστριας κατάφερε να υπογραφούν τα πρωτόκολλα της 3ης Φεβρουαρίου 1830, που προέβλεπαν ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος με σύνορα στη γραμμή Μαλιακού-Αχελώου και την εκλογή του Λεοπόλδου του Σαξ Κομβούργου ως βασιλέα του νέου Κράτους. Ο Καποδίστριας έπεισε το Λεοπόλδο να απαιτήσει από τις Μεγάλες Δυνάμεις να περιληφθούν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και η Κρήτη, προκειμένου να αποδεχθεί τον Ελληνικό θρόνο. Οι όροι του όμως αγνοήθηκαν και έτσι ο Λεοπόλδος παραιτήθηκε από το θρόνο. Η παραίτηση αυτή και τα επιχειρήματα που επικαλέστηκε (που ήταν έργο του Καποδίστρια) έδωσαν νέα ώθηση στη χάραξη των συνόρων. Με τη μέθοδο της αναβλητικότητας στο θέμα των συνόρων, ο Καποδίστριας έθετε ως προϋπόθεση για την αποχώρηση του Ελληνικού πληθυσμού από τις επαρχίες Αιτωλίας και Ακαρνανίας την προηγούμενη αποχώρηση των Τούρκων από την Αττική και την Εύβοια, την επί τόπου παρουσία ξένων οροθετών και την εξασφάλιση αρκετών μέσων για την αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος που θα δημιουργούνταν. Με αυτό τον τρόπο εκβίαζε ουσιαστικά να δοθούν στην Ελλάδα οι αποσπώμενες περιοχές της Ρούμελης. Πέτυχε έτσι να υπογραφεί το πρωτόκολλο της Διάσκεψης του Λονδίνου στις 14 Σεπτεμβρίου 1831 και να οριστούν τα σύνορα της Ελλάδας στη γραμμή Άρτας-Βόλου.

Οι Μεγάλες Δυνάμεις συνειδητοποίησαν ότι με τον Καποδίστρια η Ελλάδα δεν μπορούσε να γίνει υποχείριό τους, ενώ στο εσωτερικό η οργάνωση κεντρικής εξουσίας, στερούσε τους περιφερειακούς σφετεριστές από καθιερωμένα προνόμια. Με λίγα λόγια, ο Καποδίστριας δυσαρέστησε τους ισχυρούς στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο η φατρία των κοτζαμπάσηδων, των μεγαλοκαραβοκυραίων και των φαναριωτών, με την καθοδήγηση και του ξένου παράγοντα, τον δολοφόνησαν. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να χαρεί τη δικαίωση της εξωτερικής του πολιτικής, που είχε ολοκληρωθεί λίγες μέρες πριν το θάνατό του. Ακολούθησε στις 9 Ιουλίου 1832 η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (ή αλλιώς του Καλεντέρ Κιόσκ) και τέλος νέα Διάσκεψη του Λονδίνου στις 18 Αυγούστου 1832 που επικύρωσε τελεσίδικα στην Ελλάδα σύνορα στην γραμμή Αμβρακικού- Παγασητικού. Ο μεγαλειώδης αγώνας είχε δικαιωθεί, όχι όμως ανάλογα με τις θυσίες.

Αγαπητοί φίλοι, από τα όσα αναφέραμε απόψε, περιγράφεται η σχέση του Καποδίστρια με την απελευθέρωση της Αττικής και το Μελέτη Βασιλείου, αλλά αναδεικνύεται και μια επιπλέον σκληρή αλήθεια: Ο Καποδίστριας και όλοι όσοι πολέμησαν για την απελευθέρωση της Αττικής, από τον Ανδρούτσο και τον Καραϊσκάκη, μέχρι τον Καπετάν Μελέτη Βασιλείου, δολοφονήθηκαν όλοι τους. Πρόκειται για την πικρή αλήθεια της επανάστασης του 1821 και σε αυτήν ακριβώς την πικρή αλήθεια κρύβονται όλοι οι βασικοί λόγοι για την εξέλιξη της πολιτικής ιστορίας της ευρύτερης δυτικής Αττικής από το 1821 μέχρι σήμερα. Ο Καποδίστριας με τους λαϊκούς αγωνιστές, όπως ο Καραϊσκάκης, ο Ανδρούτσος και ο Καπετάν Μελέτης, απελευθέρωσαν εκ του μηδενός το Ελληνικό Γένος και, όπως ήταν απολύτως φυσικό, διεκδίκησαν τη συμμετοχή τους στην άσκηση της εξουσίας. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό από το ντόπιο αρχοντολόι που δεν μπορούσε να αποδεχθεί το δικαίωμα των χωρικών της Αττικής, των ξωτάρηδων, στην άσκηση της εξουσίας. Γιαυτό, σε συνεργασία με τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, δολοφονήθηκαν όλοι οι πρωταγωνιστές της απελευθέρωσης της Αττικής.

Έχουν περάσει 192 χρόνια από τη δολοφονία του Καπετάν Μελέτη και έχουμε πια υποχρέωση να λέμε αλήθειες, όσο και αν αυτές πονάνε. Η πικρή αλήθεια είναι ότι τα βάσανα της δυτικής Αττικής και ειδικά της πόλης μας ξεκίνησαν από τη δολοφονία του Καπετάν Μελέτη. Ο ισχυρός αυτός ηγέτης κρατούσε ενωμένη τόσο τη Χασιά και τα Χασιώτικα Καλύβια, δηλαδή το σημερινό Ασπρόπυργο, όσο και τα μεγάλα Λιόσια, που εκτείνονταν από τους πρόποδες της Πάρνηθας μέχρι τα παλιά Κάτω Λιόσια, δηλαδή τους σημερινούς Αγίους Αναργύρους, τα πρώην Νέα Λιόσια, δηλαδή το σημερινό Ίλιον, μέχρι την πίσω ράχη του Τσέπι Γκουρ, του βουνού της μυτερής Πέτρας, δηλαδή του βουνού της σημερινής Ζωφριάς, εκεί που βρίσκεται σήμερα η πόλη της Πετρούπολης. Παράλληλα, ο Καπετάν Μελέτης κρατούσε κάτω από την επιρροή του και το γειτονικό Μενίδι, εξασφαλίζοντας έτσι μια τεράστια προβολή πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος των ξωτάρηδων της Οσγιάς, της Πάρνηθας δηλαδή, προς το Αττικό πεδίο. Με το χαμό του Καπετάν Μελέτη, οι τέσσερις αυτοί πυλώνες των ξωτάρηδων, η Χασιά, τα Χασιώτικα Καλύβια, τα Μεγάλα Λιόσια και το Μενίδι διασπάστηκαν μεταξύ τους και στη συνέχεια διαμελίστηκαν, χάνοντας παντελώς τη δύναμή τους. Έτσι, στο πέρασμα των χρόνων τα χωριά των ξωτάρηδων της δυτικής Αττικής έγιναν έρμαια στα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα των Αθηνών, που πάντοτε αντιμετώπιζαν την περιοχή ως υποδεέστερη. Γιαυτό στην περιοχή μας μεταφέρθηκε και εγκαταστάθηκε οτιδήποτε ενοχλητικό υπάρχει στην Ατική. Κάτι που δυστυχώς συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Για να απενοχοποιηθεί η υποβάθμιση της περιοχής, κατασυκοφαντήθηκε η αρβανίτικη καταγωγή των χωριών αυτών και στοχοποιήθηκε ένα δυναμικό  και διαχρονικό κομμάτι του Ελληνισμού, όπως είναι οι Αρβανίτες της δυτικής Αττικής. Η απάντηση σε αυτό απαιτεί, μεθοδικότητα, οργάνωση και συντονισμό, να στηρίζεται στη σοβαρή ιστορική έρευνα και στην ακλόνητη επιστημονική τεκμηρίωση. Στο πλαίσιο αυτό, έχω ολοκληρώσει τη χαρτογραφική έρευνα, με την οποία πιστοποίησα τα πατρογονικά αρβανίτικα χωριά των Λιοσίων και της Χασιάς στην αρχαία Άρβωνα, στο σημερινό χώρο δηλαδή της βορείου Ηπείρου που βρίσκεται δυτικά της λίμνης της Οχρίδας. Έχω εντοπίσει και τα Λιοπέσια ή Λιόσια, απ’όπου προήλθαν οι σημερινοί κάτοικοι των Λιοσίων, και την Οσγιά, απ’όπου προήλθαν οι κάτοικοι της σημερινής Χασιάς, αλλά και τη Ντάρδιζα, στην ανάμνηση της οποίας οι Αρβανίτες της περιοχής έχτισαν το ομώνυμο μοναστήρι. Κατά μια παράξενη σύμπτωση, που μόνο η Θεία Πρόνοια θα μπορούσε να ορίσει, τα χωριά αυτά βρίσκονται στα ίδια βουνά στα οποία πολέμησαν και σκοτώθηκαν αρκετοί συμπολίτες μας Λιοσώτες και Χασιώτες κατά το Αλβανικό έπος του 1940.



Αγαπητοί φίλοι, η γνώση της ιστορίας έχει νόημα μόνο όταν την αντιμετωπίζουμε ως βάση για να οικοδομήσουμε το μέλλον. Γιαυτό λοιπόν δεν πρέπει απλώς να αποτυπωθεί η ιστορία των Αρβανίτικων χωριών της περιοχής, αλλά πρέπει να αποτελέσει τη βάση για να αντιληφθούμε τα λάθη τα οποία έγιναν στο παρελθόν και να τα διορθώσουμε. Και για να το κάνουμε αυτό πρέπει να απαλλαγούμε από ανόητες ιδεοληψίες και οδυνηρές εμφυλιοπολεμικές τοπικές πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες δυστυχώς ταλανίζουν την περιοχή μας από την εποχή του καπετάν Μελέτη μέχρι σήμερα. Το οφείλουμε τόσο στα παιδιά μας, όσο και στη μνήμη του Καποδίστρια και του καπετάν Μελέτη. Σας ευχαριστώ!

Γεώργιος Πραχαλιάς

http://dardiza.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.