Ετικέτες

15.7.17

H ιερότητα του σώματος και η πρακτική της καύσεως ως μορφή ιεροσυλίας

cer 3



Γράφει η Ελένη Γρ. Κατσαρά στην Romfea.gr
Μάστερ Κανονικού Δικαίου ΘΣ/ΕΚΠΑ

1.Φιλοσοφική μέθοδος ή Πατερική εμπειρία;
H Ορθοδοξη ανθρωπολογία υπομνηματίζει δύο γνωστικά κέντρα στον όλο άνθρωπο, το λόγο και το νου. Αυτή η διάσταση έγινε ευθύς εξαρχής αντιληπτή στην εμπειρία της Εκκλησίας αποδεικνύοντας ότι αυτό που θέτει η ανθρώπινη εγκόσμια λογική δεν διστάζει να το αναιρέσει η υπέρλογη, ήτοι διά του νοός εμπειρία των ακτίστων ενεργειών της υποστάτους Θεότητος. Άλλωστε, «ἡ φιλοσοφία εἶναι ἀνακάλυψη τοῦ ἀνθρώπου, πού στηρίζεται στο μυαλό καί την φαντασία, ἐνῶ ἡ θεολογία εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στον ἄνθρωπο, καί μάλιστα στην κεκαθαρμένη καρδιά του» .
Η διάσταση αυτή παρατηρούμε και στο ζήτημα της ιερότητος του σώματος το οποίο αποτελεί προέκταση της εν σαρκί αποκαλύψεως του Θεού και Λόγου και της μελλούσης αναστάσεως των νεκρών.
Ο ίδιος ο Απόστολος των εθνών εβρισκόμενος στην ιδιαιτέρως θρησκευάμενη Αθήνα και χρησιμοποιώντας τα λεκτικά σχήματα της φιλοσοφικής παραγωγής της πόλης στη διακήρυξη του: «…τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τὰ νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν, διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν» αντιμετώπισε τις λογικές αγκυλώσεις των στοϊκών φιλοσόφων, οι οποίοι αν και αποδεχόμενοι πλήρως την ύπαρξη ενός Θεού πλήρως ετερούσιου δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν το λογικό σκάνδαλο της Ανάστασης των νεκρών, «Ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου καί οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν» .
Η αντανακλαστική αυτή αντίδραση της λογοκεντρικής φιλοσοφικής μεθόδου είναι απόρροια των κοσμολογικών συστημάτων τα οποία αυτονόμως ο λόγος δημιούργησε και «αυτιστικώς» επανέλαβε.
Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία θεμελιώνεται στην κοσμολογική διάσταση-διάκριση ύλης και πραγματικότητας. Εξέχον παράδειγμα αποτελεί ο Πλάτων, για τον οποίο το σύνολο της υλικής πραγματικότητας αποτελεί μία ψευδή αλλοιωμένη αντανάκλαση της όντος ιδεατής πραγματικότητας.
Τοιουτοτρόπως η ύλη, για τον αρχαιοελληνικό κόσμο, κυμαίνεται μεταξύ της στάθμης ενός απλού αντιγράφου και της στάθμης στην καλύτερη περίπτωση μίας πολύπλοκης μηχανής. Γίνεται έτσι κατανοητό, «ὄτι ὁ θεός τῆς φιλοσοφίας εἶναι ἕνας ἀφηρημένος και ἀνύπαρκτος θεός καί ὄτι ὁ ἄνθρωπος τῆς φιλοσοφίας δεν εἶναι ὁ ίδιος μέ τόν ἄνθρωπο τῆς Ἐκκλησίας» .
Για την Εκκλησία ο Θεός ως ο μόνος Αυθύπαρκτος και η μόνη πηγή κάθε ύπαρξης δημιουργεί τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση και θέτει αυτόν ως κορωνίδα της όλης δημιουργίας.
Ο Τριαδικός Θεός λοιπόν, όντας ο μόνος Άκτιστος παρουσιάζων οντολογική ετερουσιότητα με την κτιστή πραγματικότητα, μέρος της οποίας είναι τόσο ο πνευματικός όσο και ο υλικός κόσμος, με το πνευματικό να παρουσιάζει εν συγκρίσει με το σώμα ψιλότερη υλικότητα, ενώ εν συγκρίσει με το Θεό πλήρη υλικότητα. Τοιουτοτρόπως, δε θέτει σε αξιολογική διάκριση, ανάλογη μ’ αυτή των φιλοσοφικών συστημάτων, τη κτιστή πραγματικότητα. Επομένως, ο άνθρωπος, ως το μετέχων κτίσμα του πνευματικού και υλικού κόσμου, αίρει στο πρόσωπο του την αξιολογική αυτή διάκριση.
Ορθώς παρατηρεί ο Χ. Γιανναράς πως: «ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀποκαλύπτουν μόνο καὶ φανερώνουν αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀποτελοῦν ἐνέργειες, ἐκδηλώσεις, ἐκφάνσεις, λειτουργίες φανέρωσης τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου» . Για αυτόν το λόγο «Ἡ Ἐκλησία δὲν τιμᾶ τό σῶμα καὶ χωριστὰ τὴν ψυχή ἀλλὰ τόν σύνδεσμο τῶν δύο, τόν ἄνθρωπο ὡς ὅλον» .
Η ολιστική αυτή τιμή της Εκκλησίας στον άνθρωπο αποτελεί οργανική συνέχεια του ιδίου του μυστηρίου της Ενανθρωπίσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Ο νέος Αδάμ θεραπεύει εν συνόλω την ανθρώπινη φύση ψυχή τε και σώματι, επαναφέροντας το ανθρώπινο πρόσωπο στον πρότερο φωτισμό. Τοιουτοτρόπως, ο Χριστός αγιάζει ως όντως Θεός τον άνθρωπο, διότι ο Ίδιος υπήρξε τέλειος άνθρωπος . Η ίδια η λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας διά της γραφίδος του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού θλίβεται και απορεί βλέποντας στο μνήμα την εικόνα του Θεού, ήτοι το άγιον σώμα, από το οποίο έχει αποχωριστεί βιαίως διά του θανάτου η ψυχή, «Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον, καὶ ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τὴν κατ.εἰκόνα Θεοῦ, πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μὴ ἔχουσαν εἶδος.»
Εύλογο είναι πως η Ορθόδοξη προοπτική του ανθρώπου, προϊόν της βεβιωμένης Αποκαλύψεως του Θεού, αναγνωρίζει την ίδια και αυτή ιερότητα στην ψυχή και το σώμα διότι τα δύο αυτά αποτελούν έκφραση της ιερότητος του προσώπου-εικόνας του Θεού-ανθρώπου ξεπερνώντας τις δια της λογικής φαντασιώδεις ανακαλύψεις για την προτεραιότητα της πρώτης από την δέυτερη.
2. Ορδόδοξη κριτική των υπέρ της καύσεως επιχειρημάτων.
Ο Γ. Αντουράκης στο έργο του «Ταφή και Καύση και Ανάσταση Νεκρών», εξαιρετικά σύγχρονο τόσο για την εποχή του όσο και για το σήμερα, συμπυκνώνει τα επιχειρήματα υπέρ της καύσεως των νεκρών στα κάτωθι: «1) Στὶς μεγάλες πόλεις δέν ὑπάρχει πιὰ χῶρος στὰ νεκροταφεῖα καὶ οἱ τάφοι στοιχίζουν πολὺ ἀκριβά. 2) Σήμερα γίνεται μεγάλη ἐκμετάλλευση τῶν κηδειῶν καὶ τῶν μνημοσύνων ἀπὸ τοὺς Δήμους, καθὼς καὶ ἀπὸ μερικοὺς ἄπληστους ἱερεῖς… 3) Διάφορα «παρασιτικὰ» ἐπαγγέλματα ἐκμεταλλεύονται «ἐσαεὶ» τὸν πόνο καὶ τὴ δυστυχία τῶν συγγενῶν τοῦ νεκροῦ…4) Μὲ τὴν καύση τῶν νεκρῶν θὰ σταματήσουν καὶ οἱ μακάβριες ἐκεῖνες «ἐ κ τ α φ ἐ ς», ποὺ γίνονται 2-3 χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν κηδεία σ’ ἐκείνους ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν οἰκογενειακούς τάφους…5) Ἰσχυρίζονται, ἐπίσης, μερικοὶ ὅτι μὲ τὴν καύση θὰ ἐξαφανισθῆ τόσον ἡ διαστροφὴ τῆς «ν ε κ ρ ο φ ι λ ί α ς», ὅσον καὶ ἡ «ἐ μ π ο ρ ί α» ἰερῶν λειψάνων, φαινόμενα ὄμως πολὺ σπάνια στὴν ἐποχή μας. 6) Γιὰ λόγους ὑγείας πρέπει νὰ ἐκλείψουν τὰ νεκροταφεία, ἀφοῦ ἠ ὕπαρξη τους μολύνει τὸ περιβάλλον καὶ κινδυνεύουμ οἱ περίοικοι ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη ἀποσύνθεση τόσων πτωμάτων σὲ ἔδαφος ποὺ καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὰ πολλὰ χρόνια ἔχει ἤδη κορεσθῆ…» .
Τα λογικά επιχειρήματα υπέρ της καύσης και η υπέρλογη πρακτική της ταφής, καθαρού νου ποίημα και βεβαιωμένης εμπειρίας θεμελίωμα, απαντούν σε πλήρως ετερούσιες προοπτικές.
Η καύση των νεκρών αφορμάται από ιδεολογικά κατασκευάσματα οφελιμιστικής κατά κύριο λόγο προελέυσεως τα οποία έχουν αρχή και τέλος στην ενδοκοσμική ροώδη πραγματικότητα.
Η ταφή από την άλλη όπως αυτή εντάσσεται στην Παράδοση και Εμπειρία αφορμώμενη από την ιστορία, στοχεύει στα έσχατα και στην σωτηρία. Για αυτό το λόγο οι νεκροί δεν είναι πεθαμένοι αλλά κεκοιμημένοι. Τα νεκροταφία είναι κοιμητήρια.
Το σώμα που κατά τη διάρκεια της εν βίου ζωής συνεργία της ψυχής συντελεί στον αγιασμό του ανθρώπινου προσώπου, βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής.
Τα λείψανα αποτελούν μνημείο της ύπαρξης του κεκοιμημένου προσώπου σημείο της συνέχειας της ψυχής εκτός αυτού εώς της εν δόξη ενώσεως τους. Κανονικώς αποτιμώντες τη διάσταση καύσης και ταφής, αντιλαμβανόμαστε πως η βίαιη καταστροφή του σώματος αποτελεί βεβήλωση ιερού αντίστοιχη αυτής ιερού ναού διότι το σώμα είναι ναός πνεύματος.
Ακόμα και για αυτούς που δεν αντιλαμβάνονται την ιερότητα του σώματος, δεν παύει αυτή να υπάρχει. Στην Ορθοδοξία, κατά την αξιολογική κλίμακα που ορίζει και τον βαθμό προστασίας ενός αγαθού, δεν υπάρχει τίποτα πιο άξιο προστασίας από το ίδιο το πρόσωπο .
Σύμφωνα και με την Ειρήνη Χριστινάκη-Γλάρου, η ιερότητα των πραγμάτων υποχωρεί ενώπιον της ιερότητας του προσώπου.
Ο άνθρωπος δεν παύει να υφίσταται ως πρόσωπο μετά τον βιολογικό του θάνατο, η ψυχή του υπάρχει και δρα πνευματικώς διασώζοντας μέσω των αναμνήσεων και των συναισθημάτων τη σωματικότητα του προσώπου.
Όλες ανεξαιρέτως οι σοροί είναι ιερές για την Εκκλησία, αφού τα σώματα των νεκρών όπως αναφέραμε και παραπάνω δεν αποκόπτονται από την ταυτότητα του προσώπου τους ούτε από το εκκλησιαστικό σώμα.
Ενώ όμως το πρόσωπο παύει να είναι τρωτό από τις προσβολές των άλλων, η σορός του υπόκειται στον κίνδυνο της ατιμώσεως και βεβηλώσεως της.
Συνεπώς, ο τάφος ως κατοικία του κεκοιμημένου είναι πράγμα που περιφρουρεί την ιερότητα του σώματος του νεκρού και κατ’ επέκταση του προσώπου του.
Εν κατακλείδει, χρησιμοποιώντας την λεπτή φιλοσοφική διάκριση «είναι» και «συνηδέναι», το συνηδέναι του αμεσότερα φθαρτού σώματος ως κάτι που στερείται ιερότητος δεν επηρεάζει το έιναι της ιερότητας αυτού.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εμπειρία μίας σύγχρονης οσιακής μορφής η οποία δια του απλούστερου τρόπου, εμπράκτως, διατύπωσε την Αλήθεια της Εκκλησίας για το υψηλό του σώματος «… Ἀναφέραμε κάπου τά χρυσᾶ δόντια. Αὐτά τοῦ θύμιζαν τις παλαιές κακές ἡμέρες τῆς ἀμέλειας του. Ὄταν λοιπόν προέκυψε κάποιο ὁδοντιατρικό πρόβλημα πῆγε στόν ὁδοντίατρο μας στήν Θεσσαλονίκη. Ἐκείνος τοῦ εἶπε ὅτι πρέπει να κάνη κάποιες ἐξαγωγές, σφραγίσματα ἀπονευρώσεις κ.λ.π. Τότε ὁ Γερο-Ἀρσένιος πρότεινε νά τά βγάλει ὅλα καί νά βάλη μασέλα. Κατόπιν συζητήσεων καί πιέσεων του ὁ γιατρός δέχθηκε. Ὅταν λοιπόν τοῦ τά ἔβγαλε, λέγει στό γιατρό: «Κράτα τόν χρυσό και κάνε τον ὅ,τι θέλεις. Θέλω μόνον τά δόντια, γιά νά τά θάψω στό κοιμητήριο τῆς Μονῆς. Δέν εἶναι σωστό νά πεταχτοῦν. Ὅπου θά εἶναι ὅλο τό σῶμα ὅταν πεθάνω, ἐκεί να βρίσκωνται καί αὐτά».
Πράγματι ἔτσι ἔγινε. Πίστευε βαθειά στήν ἱερότητα και τόν ἀγιασμό ὅλου τοῦ σώματος του καί αὐτό δείχνει πόσο προσεκτικοί πρέπει νά εἴμαστε» .
Συμπερασματικά και σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι η ίδια η απόδειξη της ιερότητας του σώματος, η οποία υπαγορέυει το μη αποδεκτό της καύσεως, κατατάσσοντας την αυτήν σε ιεροσυλία ανάλογη της καύσεως ναού.


1. Ι. Σ. Βλάχου, Τό Πρόσωπο στην Ὀρθόδοξη Παράδοση, Λεβαδεία 21994, σελ. 24.
2. Πράξ. 17: 30-31.
3. Ένθ. ανωτ., 17: 32-33.
4. Ι. Σ. Βλάχου, Τό Πρόσωπο στην Ὀρθόδοξη Παράδοση, Λεβαδεία 21994, σελ. 26.
5. Χ. Γιανναρά, Ἀλφαβητάρι τῆς Πίστης, Αθήνα 2002-2006, σελ. 99.
6. Ν. Χατζηνικολάου, Ἐλεύθεροι ἀπό το Γονιδίωμα: Προσεγγίσεις Ὀρθόδοξης Βιοηθικής, Αθήνα χ. χ, σελ. 366.
7. Πρβλ. , P. J. Popovitch, Philosophie Οrthodoxe de la Vérité: Dogmatique de L’ Église Orthodoxe, Traduit du serbe par Jean-Louis Palierne, τ. 2éme, Παρίσι 1993, σελ. 30-61.
8. Ένθ. ανωτ., σελ. 61-85.
9. Γ. Β. Αντουράκη, Ταφή Καύση και Ανάσταση Νεκρών: Μηνύματα ἀπὸ τὴν παράδοση καὶ τὴν τέχνη, Αθήνα 1986, σελ. 24-25.
10. Ι. Δ. Ζηζιούλα, Το Δίκαιο του Προσώπου: Ὀρθοδοξία καὶ Σύγχρονος Κόσμος,σελ. 90-91. 
11. Ε. Χριστινάκη-Γλάρου, Το Εκκλησιαστικό Εγκλημα, Αθήνα 2002, σελ. 248-270.
12. Ν. Μητσόπουλου, Θέματα Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας, Αθήνα 1989, σελ. 336-403.
13. Συλλογικό Έργο, Σιμωνοπετρίτες Πατέρες: Που βρήκαμε και Αγαπήσαμε (1973-1997), Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας 2013, σελ. 93.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.